Καταθέτω εδώ κάποιες λέξεις που μιλιόντουσαν στην Αίγινα μέχρι προ 50-60 ετών τουλάχιστον. Είναι επιλογή από έναν κατάλογο που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε τεύχη του «Κήρυκα της Αιγίνης» το 1947 και το 1948. Καταγραφή: Ι.Β. Λυκούρης. Δεν είναι όλες αποκλειστικά Αιγινήτικες, να μην πω σχεδόν καμία -η χρήση τους μπορεί, οι ίδιες μάλλον όχι, αλλά δεν είμαι ειδική.

Επέλεξα κάποιες που πιθανόν να έχουν ένα ενδιαφέρον για το σλανγκρ. Καθότι ακόμα είμαστε λαρτζ και, σαν καλός μύλος, όλα τα αλέθουμε εδώ μέσα, τόλμησα να τις βάλω. Εξάλλου, ιντερνετικώς πώς, δεν τις βρήκα αλλού.

Αντιρρήσεις δεκτές, αλλά θα προτιμούσα γνώμες, καθότι αυθαιρετώ 100% ως προς την γλωσσολογική μου προσέγγιση.

αίμας (= αίμα, όπως λέει ο Τσιφόρος «ο στόμας μου»).

αγλύτσαστος = να μη δει γλύκα

θείος / θεία = κύριος / κυρία (ρε θείο)

κωλοπηλάλα = τρέξιμο για δουλειά

έχει τα μαγκούφια του, είναι στα μαγκούφια του = είναι κακόκεφος

μαγκουφιάζω = δεν δίνει ερμηνεία, δίνει μόνο παράδειγμα (βλ. παράδειγμα), λέω λοιπόν εγώ: σημαίνει «τραβάω μαλακία»;;; λογικό, μιας και ο μαγκούφης είναι και ο ξεμειναμένος εργένης

καρτάλι = μικρό καλάθι

είναι ξαπέτος = έχει πετάξει (μου θυμίζει την ξεπέτα)

Παράδειγμα και σχόλιο για τη λέξη «μαγκουφιάζω»

Παράδειγμα (από το άρθρο):
Μια γυναίκα έκατσε κάποτε «εκεί όπου είχαν μαγκουφιάσει οι ψαράδες» και έμεινε έγκυος.

Σχόλιο:
Μου θυμίζει το πώς έμεινε έγκυος η μάνα του Λεολό στην ομώνυμη ταινία: πέφτοντας μέσα σε ένα καφάσι ντομάτες οι οποίες ήταν πασαλειμμένες με το σπέρμα ενός αγρότη που τράβαγε μαλακία στο μποστάνι ενώ τις μάζευε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Πολύ καλά έκανες και τα ανέβασες.

Δυο παρατηρήσεις σε επί μέρους λέξεις.

Στα χαλκιδικιώτικα, ο στόμας μου ήταν ο στάνταρ τύπος μέχρι, θα έλεγα, τα μέσα της δεκαετίας του '70 που πήραν όλα τα χωριά ρεύμα - και τηλεόραση. Ο αίμας δεν το έχω ακούσει εκεί.

Το καρτάλι, με την έννοια του καλαθιού, έχει καταγραφεί στην livepedia (δες εδώ) και επίσης βρήκα και το εξής παράδειγμα:

Τη Δευτέρα του Πάσχα, λοιπόν, γυρίζουν στα Μέγαρα ομάδες νέων που στήνουν χορό τραγουδώντας τα Ρουσάλια και ο πρώτος της ομάδας κρατά με το δεξί του χέρι ένα λουλουδένιο σταυρό πάνω σε ιστό που στο κάτω μέρος του κρέμεται ένα μεταξωτό μαντήλι (καλαμάτα). Ο τελευταίος του κύκλου κρατά ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια το ‘καρτάλι’ όπου οι νοικοκυρές του βάζουν τα κόκκινα αυγά, χρήματα, κουλούρια. Είναι ο λεγόμενος ‘σαχανατάρης’, ο ταμίας της ομάδας.

Είναι από εδώ.

#2
Μιτζνούρ

Έχω ακούσει ο ίδιος να χρησιμοποιείται το ρήμα πιλαλάνε = τρέχουν. Νομίζω πως ήταν παιδάκια από την Πελοπόννησο.
Όσο για την κωλοπιλάλα = βιασύνη, επειγουσα κατάσταση το έχω ακούσει από τη μάνα μου

#3
iron

μερσώ τον σάραντ για την υπόδειξη περί του στόμα (βλ. στον ορισμό ο αίμας)

#4
jesus

στη λευκάδα λέμε ακόμα, πάντως «ο στόμας», «ο άμμος» κ ίσως άλλα που μου διαφεύγουν.

#5
vikar

Το άμμος ντάξει, είναι εύκολο να αλλάξει γένος λόγω κατάληξης. Τα άλλα όμως δέν μπορώ να καταλάβω πώς προκύπτουν. Ίσως: το στόμα σου > το στόμα σ' > ο στόμας (όμοια και με το αίμα);...

Το στόμας τό 'χω ακούσει κι εγώ, στα πέριξ της Σίνδου.

#6
jesus

ε όχι ρε βίκαρε, θά 'χαν γίνει σερνικές όλες οι λέξεις τότε.

(ρε λες να βρήκε το λεξιλογικό σερνικοβότανο;)

#7
vikar

(είμαι η μαμή της γλώσσας ο πούστης)

#8
jesus

(μα μή ρε μωρό...μας βλέπουνε...)

#9
Vrastaman

Ο προ βλήτας.

#10
vikar

(ε άντε και μαμή τότε... μπορώ και μόνος μου...)

#11
vikar

(έ ρε μανία να μπαίνει αυτός ο τύπος ανάμεσά μας κάθε λίγο και λιγάκι να πούμε...)

#12
jesus

αντροχωρίστρας

#13
PUNKELISD

Μα, τι; η αντροχωρίστρα δεν είναι η χωρίστρα του άντρα;

#14
jesus

το «κάνε αντροχωρίστρα κι έρχομαι» δεν στέκει κ πολύ στο έτσι...

#15
PUNKELISD

Στέκει όμως το «καν' ομελέτα κι έρχεται».