Το άτομο το οποίο πρήζει παπάρια επίτηδες, από χόμπι ή επειδή δεν έχει τίποτα άλλο καλύτερο να κάνει στη ζωή του.

Επιπροσθέτως, αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει τον άλλον στα όρια του αλλά συνεχίζει μέχρι τελικής πτώσεως και στο τέλος βγαίνει και από πάνω, γιατί ο συνομιλητής του είναι μούχλας και δεν αντέχει τις κακαλοπρηξοεκφράσεις του.

Τα άτομα αυτά συνήθως έχουν καιρό να έρθουν σε σεξουαλική συνεύρεση με το άλλο φύλο.

- Μαλάκα, τι θα κάνουμε μετά; (Έκτη φορά συνεχόμενη η ίδια ερώτηση)
- Ε βρε μαλάκα, μη γίνεσαι κακαλόπρηξας.

Πρώτο συνθετικό η λέξη κάκαλα, αρχίδια στα Ποντιακά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία