Πρόκειται για τον φοβιτσιάρη, τον τρεμουλιάρη και τον δειλό άνθρωπο που φοβάται/τρέμει να κάνει ή να πει κάτι. Συμπληρωματική έννοια της λέξης θεωρείται και ο αδύναμος (μυϊκά συνήθως) άνθρωπος που είναι ακατάλληλος για βαριές δουλειές και άλλες δραστηριότητες που απαιτούν σωματική ρώμη.

  1. - Ρε συ, θέλω να πάω να πω στο αφεντικό να μου δώσει άδεια αλλά φοβάμαι.
    - Ε, τέτοιος κουράδας που είσαι, λογικό μου ακούγεται.

  2. - Ρε μαλάκα, βαρύ είναι αυτό το κιβώτιο, πώς θα το κουβαλήσω μέχρι τον 5ο όροφο;
    - Αφού είσαι κουράδας, αγόρι μου, γιατί το παίζεις γυμνασμένος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
electron

#2
Επισκέπτης