Χρησιμοποιείται για την εσχάτη ποδοσφαιρική ποινή, από φιλάθλους συνήθως άνω των 60 ετών.

Εκ του «penalty» της αλλοδαπής.

- Ρε πουλημένε... δεν είδες που του τράβηξε τη φανέλα; (προς διαιτητή)
- Μπέναλτι ρεεεεεεε…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

και μπενάλτυ

#2
Επισκέπτης

δείτε και τον τρίτο ορισμό εδώ

#3
allivegp

Και μπέναλ.

#4
MXΣ

Το (μ-)πέναλτι όπως και το οφσάιτ/οφσάιντ χρησιμοποιούνται και σαν αδόκιμοι όροι - μεταφορές στην καθομιλούμενη, π.χ. είσαι οφσάιτ για αυτούς που περνούν...τα εσκαμένα και πέναλτι για όσους τιμωρούνται για κάτι που έκαναν, ψιλοαδίκως. Σαν κυριολεξίες, έχουν και οι δύο καταχωρηθεί σε λεξικά, ακόμα και το μπέναλτι. Βλέπε εδώ και δω (και σαν μτφ.)

#5
Επισκέπτης

ααα, ξέχασα!

Φιλικά,
Νίκος

#6
Khan

Και εδώ.

#7
dryhammer

μπέναλτι - πληθ. τα μπενάλτια (όπου κρίθηκε ο τελικός)

#8
soulto

Γινόταν συζήτηση στη σάουνα για το ματς Μπάρτσα – Παρί και για το αμφιλεγόμενο πέναλτι. Ο δικός μου – ας τον πούμε «Βασίλη», χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι το πραγματικό του όνομα – ξερόλας, και φωνακλάς διακόπτοντας όλους τους άλλους, εξήγησε πώς και γιατί το μπέναλτι ήταν ή δεν ήταν πέναλτι… έτσι το μπέναλτι, αλλιώς το πέναλτι (εναλλάξ πέναλτι-μπέναλτι).
Δεν κρατήθηκα και ρώτησα ως άσχετος και ανίδεος, απευθυνόμενος στην ομήγυρη: - Τελικά, παιδιά, πείτε μου, πρέπει να λέμε «μπέλναλτι» ή «πέναλτι»;
Για να πάρω την ακαριαία απάντηση από το Βασίλη:
- Το σωστό είναι «μπέναλτι». Άμα είσαι Έλληνας μαλάκας το λες «πέναλτι».
Πάντα έχει κανείς να μάθει κάτι από τους Βασίληδες του κόσμου τούτου.

Πηγή εδώ