Πτωχεύω, καταστρέφομαι οικονομικά.

Στα παλιά χρόνια πολλοί πτωχεύσαντες οικονομικά έδεναν λίθον επί τον λαιμού των και φούνταραν εις το Παλαιόν Φάληρον

-Κοίτα ρε αυτόν με τα γένια, τον άπλυτο…
-Ε, και τι; -Ρε ξέρεις ποιος ήταν πριν 5 χρόνια;
-Εεε ναι, ξέρω, αλλά τώρα φαλίρισε ο δόλιος!

Βλ. φαλιμέντο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Ο Τριανταφυλλίδης υποστηρίζει το εξής:

φαλιρίζω [falirízo] P2.1α & φαλίρω [falíro] P6α μππ. φαλιρισμένος : (οικ.) χρεοκοπώ, πτωχεύω: Φαλίρισε η επιχείρηση. Φαλιρισμένο μαγαζί. [ιταλ. fallir(e) -ω και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. φαλιρισ-]

Και το Wiktionary εξηγεί:
[I]
fallire

  1. (transitive) to miss
  2. (intransitive) to fail
  3. (intransitive) to go bankrupt[/I]
#2
poniroskylo

Ο Μπαμπινιώτης στο Ετυμολογικό του Λεξικό λέει:

φαλιρίζω «πτωχεύω, χρεωκοπώ»
μεταπλασμένος τύπος του ρ. φαλίρω < ιταλ. fallire «αποτυγχάνω - πτωχεύω» < λατ. fallere «σφάλλω - απατώ»

#3
jesus

συγγενές κ το φαλιμέντο, το ντ όπως nt. παρακείμενος που μου έχει αρέζει ακουστικά το «έχει φαλίρει».

#4
Khan

Βλ. και φαλιμέντο.

#5
Khan

Κυριολεκτικά, αυτό παθαίνουν οι πελάτες του Βράστα ;Ρ