1. Γνωρίζομαι με υποψήφια σχέση.

  2. Τα φτιάχνω με την εν λόγω υποψήφια σχέση.

Ο όρος προέρχεται από το κονέ.

Παράγωγα: κονέδιασμα, κονεδιάρης /-α, κονεδάκι, κονεδογκόμενα.

  1. Κονεδιάστηκα με ένα γκομενάκι εχτές, σκέτη καβλα!

  2. - Τι θα γίνει επιτέλου(ς) ρε Γιωργία; Θα με κονεδιάσεις με καμιά φίλη σου;
    - Δεν τις έχω για τα μούτρα σου ρε, σκατόφατσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
pvnrt

Connecter θες να πεις μάλλον. Γιατι connect σκέτο έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει στα γαλλικά. Λογικά η λέξη πρέπει να είναι από το connecté, και «φαγώθηκε» η τελευταία συλλαβή.

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Έχεις δίκιο, το γαλλ. ρήμα είναι connecter. Έχω όμως την αίσθηση ότι το κονέ προέρχεται από τη γαλλική προφορά του αγγλικού connect (που και το ίδιο είναι γαλλικής προέλευσης). Δεν είμαι σίγουρος, πάντως... Άλλη πιθανότητα είναι να είναι από το αγγλικό ή γαλλικό connection, με διατήρηση μόνο των δύο πρώτων συλλαβών για να δηλωθεί η coolness του πράγματος.

#3
Επισκέπτης

Είναι ελληνική συγκοπή του αγγλικού connection. Και το ίδιο το κονέξιον υπάρχει ως σλαγκιά (πληθ. τα κονέξια) -αλλιώς δε νομίζω ότι θα το καταλαβαίναμε το κονέ.

#4
commic

Προσφάτως το συνάντησα και σε ενεργητική φωνή: "...Νομιζεις οτι οι ψηφοφοροι σου σε ανεδειξαν σε επιτιμο φιλαρακι, διορισμενο να κονεδιαζει την γκομενα απεναντι οταν την γουσταρει καποιος απτην παρεα?...". Ίσως έχει και λίγο διαφορετική χροιά, ας πούμε πραγματοποιώ επαφή ή κάτι παρόμοιο

Από εδώ: http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.politiki&id=40760 σχόλιο #27