1. Παραδοσιακό γλύκισμα της ελληνικής και τουρκικής κουζίνας.

  2. Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το ωραίο και ποθητό ή το κατάλληλο για την περίσταση.

Στα ελληνικά την λέξη την έχουμε δανειστεί από το τούρκικο lokum που έχει αραβική προέλευση...

  1. -Μ' έφερε η θεία μου κάτι λουκούμια από την Σύρο, τα 'φαγα μέσα σ' ένα απόγευμα, απόλαυση σκέτη.

  2. -Πωπωπω, δες το μελαχρινό ένα κωλαράκι που έχει!
    -Αμάν ρε φίλε, λουκούμι είναι, λουκούμι!

  3. -Δε σου έπεσε άσχημα το μηχανάκι του θείου σου, ε;
    -Πλάκα κάνεις; Λουκούμι με ήρθε, μόλις χάλασε το δικό μου, πήρα αυτό και ντη βγάζω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Deliolanis

λελουκούμι...(με αργόσυρτη μάγκικη προφορά)

Απορώ πώς έλλειπε αυτό το λήμμα!

#2
Galadriel

Πλλλλάκα με κάνεις! Δεν υπήρχε το λουκούμι;;;! Μπράβο PKP ωραίος.

#3
Deliolanis

«Ρε φίλε, είναι μία στο fame story που έχει έναν κώλο... λουκούμι!» (την φράση αυτή είχα πει σε έναν φίλο πριν χρόνια, αναφερόμενος στον θεσπέσιο κώλο της Χριστίνας Κολέτσα. Διαφωνεί κανείς;;;)

#4
PKP

Μήπως θα 'πρεπε να γράφεται «Κωλέτσα»;

Deliolanis και Mes, αυτό ακριβώς σκέφτηκα και γω και είπα να το βάλω!