Ο υπερβολικά μεθυσμένος και/ή μαστουρωμένος.
Βλ. επίσης: σούρα, σουρώνω.
Σουρωμένος θα 'ρθω πάλι,
στην παλιά μας γειτονιά,
να σου παίξω μπουζουκάκι,
μ' όμορφη διπλοπενιά…
(παλιό ρεμπέτικο)
Ο υπερβολικά μεθυσμένος και/ή μαστουρωμένος.
Βλ. επίσης: σούρα, σουρώνω.
Σουρωμένος θα 'ρθω πάλι,
στην παλιά μας γειτονιά,
να σου παίξω μπουζουκάκι,
μ' όμορφη διπλοπενιά…
(παλιό ρεμπέτικο)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
0 σχόλια