1) Πουλάω νταλαβέρι.
2) Ψεύδομαι ασυστόλως.
3) Παρουσιάζομαι ως κάποιος άλλος.

Κίνηση εντυπωσιασμού από τον πράττοντα, ο οποίος επιδίδεται στη συγκεκριμένη ενέργεια προκειμένου να παρουσιαστεί ανώτερος και στο ύψος των περιστάσεων.

Ως επί τω πλείστων, αποτελεί την τελευταία λύση του άντρα στη προσπάθεια του να καμακώσει την γκόμενα που έχει σταμπάρει.

Μέσα στο club:
-Κοίτα ένα μουνί ρε που μιλάει με το κολλεγιόπαιδο.
-Δυσκολάκι μεγάλε, αυτή κοιτάει από Λάτση και πάνω.
-Καλά εγώ θα πάω και θα πουλήσω αέρα. Θα πω ότι κάνουμε ένα πάρτυ στο σκάφος σου να ψαρώσει!
-Είσαι μεγάλος βαρόνος τελικά...

Δες επίσης και αεριτζής, αέρα πατέρα, αέρα μπανά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία