Ακούμπα, η, θηλυκό ουδέτερο, είναι η αποταμίευση ή και το ενεχυροδανειστήριο. Σεβεντίλα αργκό φυλακόβιων με προέλευση την λαχαναγορά, που απαθανάτισε ο Ηλίας Πετρόπουλος στον Κουραδοκόφτη.
Με λίγη φλωρατζήδικη (πετροπούλειος όρος) θα μπορούσε να είναι και η τράπεζα σπέρματος, όπου ακουμπάμε την κατάθεσή μας.
ένα απέραντο ενεχυροδανειστήριο (η λέξη της αργκό είναι η. «Ακούμπα») Κάπου μέσα σ' αυτό το υπέροχο Πουτσουντού.
6 σχόλια
HODJAS
Στην κλασσική αργκό το ενεχυροδανειστήριο λέγεται και «ακούμπι» και ο Σάιλοκ που σε δανείζει «ακουμπιτζής».
Mr. Cadmus
Και ακουμπιτζήδικο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μπετατζή στην σημερινή ανάρτηση του Σαραντάκου (σχόλιο #18).
Khan
Πολύ καλό το μπετα-σχόλιο από κει.
Mr. Cadmus
Συγνώμη για το διπλό σχόλιο.
Το ζεύγος ακούμπα (η) -> ενεχυροδανειστήριο και ακουμπάω,ακουμπώ -> ενεχυριάζω υπάρχει στο λεξικό του Καπετανάκη (μιας και το μελετάγαμε στο κουσουμάρω), του οποίου η α' έκδοση έγινε το 1950. Οπότε η λέξη πρέπει να' ναι τουλάχιστον μία δεκαετία παλιότερη (ίσως και παραπάνω), και σίγουρα όχι σεβεντίλα.
Khan
Σωστός.
deinosavros
Από μνήμης και αν δεν κάνω λάθος, κάπου στον Τσιφόρο υπάρχει και ο κλεφτακούμπας = κλεπταποδόχος.