Ακούμπα, η, θηλυκό ουδέτερο, είναι η αποταμίευση ή και το ενεχυροδανειστήριο. Σεβεντίλα αργκό φυλακόβιων με προέλευση την λαχαναγορά, που απαθανάτισε ο Ηλίας Πετρόπουλος στον Κουραδοκόφτη.

Με λίγη φλωρατζήδικη (πετροπούλειος όρος) θα μπορούσε να είναι και η τράπεζα σπέρματος, όπου ακουμπάμε την κατάθεσή μας.

ένα απέραντο ενεχυροδανειστήριο (η λέξη της αργκό είναι η. «Ακούμπα») Κάπου μέσα σ' αυτό το υπέροχο Πουτσουντού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
HODJAS

Στην κλασσική αργκό το ενεχυροδανειστήριο λέγεται και «ακούμπι» και ο Σάιλοκ που σε δανείζει «ακουμπιτζής».

#2
Mr. Cadmus

Και ακουμπιτζήδικο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μπετατζή στην σημερινή ανάρτηση του Σαραντάκου (σχόλιο #18).

#3
Khan

Πολύ καλό το μπετα-σχόλιο από κει.

#4
Mr. Cadmus

Συγνώμη για το διπλό σχόλιο.

Το ζεύγος ακούμπα (η) -> ενεχυροδανειστήριο και ακουμπάω,ακουμπώ -> ενεχυριάζω υπάρχει στο λεξικό του Καπετανάκη (μιας και το μελετάγαμε στο κουσουμάρω), του οποίου η α' έκδοση έγινε το 1950. Οπότε η λέξη πρέπει να' ναι τουλάχιστον μία δεκαετία παλιότερη (ίσως και παραπάνω), και σίγουρα όχι σεβεντίλα.

#5
Khan

Σωστός.

#6
deinosavros

Από μνήμης και αν δεν κάνω λάθος, κάπου στον Τσιφόρο υπάρχει και ο κλεφτακούμπας = κλεπταποδόχος.