Ξεχαρβαλώνω, διαλύω, αχρηστεύω, σαραβαλιάζω, καταστρέφω εντελώς κάτι λόγω υπέρμετρης ή λανθασμένης χρήσης.

Πρόκειται για ιδιωματισμό της Πελοποννήσου. Από το «ξε-» και το «κώλος».

Πρόσεχε πώς κάθεσαι ρε, την ξεκώλωσες την πολυθρόνα! Παλιοχοντρέ!

6,06 (από Galadriel, 24/05/10)

Σχετικό: ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
euripidisk

Και Θεσσαλονίκη το λέμε. πχ το ξεκώλωσα το μοτόρι=του ήπια το αίμα. Επίσης ξεκωλώθηκα-είμαι ξέκωλος=είμαι πολύ κωλόφαρδος(καμία σχέση με το ξέκωλο γκομενάκι έτσι; :) )

#2
Doctor

Με τη σημασία που το δίνει ο Α.Τ. χρησιμοποιείται και στην παθητική φωνη πχ. Ξεκωλώθηκα / Ψόφησα στη δουλειά = δούλεψα πάρα πολύ.
Το λήμμα χρησιμοποιούταν (δεν ξέρω αν χρησιμοποιείται ακόμα) σε περιοχές της Πελοποννήσου με την έννοια ξεριζώνω.
Για την κωλοφαρδία (ανέλπιστη τύχη) συχνά λέγεται (και) το «ξεκωλιάστηκα».

#3
tryager

Με την έννοια του ξεριζώνω πρέπει να γράφεται ως ξεκολώνω. Υπάρχει και ο παλαιότερος τύπος ξεκολνώ ως παραλλαγή του ξεκολλάω.

#4
Αλάριχος Τεκέλογλου

Μ' όλ' αυτά τα ωραία που λέτε, μου 'ρθε η ιδέα μή(μ)πως το «ξεκωλώνω» είναι τελικά ούτως ή αλλέως από το «ξεκολλώ», με παρετυμολογική επίδραση του «κώλος». Όπως και να 'χει, είναι όλντυ μπατ γκούντυ!

#5
Mitsaras

Να προσθέσω απλά οτι δεν είναι μόνο της Πελοποννήσου ο ιδιωματισμός αυτός. Τον χρησιμοποιούμε και εμείς στη Θεσσαλία, αλλά τον χρησιμοποιούν και στην υπόλοιπη βόρεια Ελλάδα έχω την εντύπωση.