Ξεχαρβαλώνω, διαλύω, αχρηστεύω, σαραβαλιάζω, καταστρέφω εντελώς κάτι λόγω υπέρμετρης ή λανθασμένης χρήσης.
Πρόκειται για ιδιωματισμό της Πελοποννήσου. Από το «ξε-» και το «κώλος».
Πρόσεχε πώς κάθεσαι ρε, την ξεκώλωσες την πολυθρόνα! Παλιοχοντρέ!
Ξεχαρβαλώνω, διαλύω, αχρηστεύω, σαραβαλιάζω, καταστρέφω εντελώς κάτι λόγω υπέρμετρης ή λανθασμένης χρήσης.
Πρόκειται για ιδιωματισμό της Πελοποννήσου. Από το «ξε-» και το «κώλος».
Πρόσεχε πώς κάθεσαι ρε, την ξεκώλωσες την πολυθρόνα! Παλιοχοντρέ!
Σχετικό: ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
5 σχόλια
euripidisk
Και Θεσσαλονίκη το λέμε. πχ το ξεκώλωσα το μοτόρι=του ήπια το αίμα. Επίσης ξεκωλώθηκα-είμαι ξέκωλος=είμαι πολύ κωλόφαρδος(καμία σχέση με το ξέκωλο γκομενάκι έτσι; :) )
Doctor
Με τη σημασία που το δίνει ο Α.Τ. χρησιμοποιείται και στην παθητική φωνη πχ. Ξεκωλώθηκα / Ψόφησα στη δουλειά = δούλεψα πάρα πολύ.
Το λήμμα χρησιμοποιούταν (δεν ξέρω αν χρησιμοποιείται ακόμα) σε περιοχές της Πελοποννήσου με την έννοια ξεριζώνω.
Για την κωλοφαρδία (ανέλπιστη τύχη) συχνά λέγεται (και) το «ξεκωλιάστηκα».
tryager
Με την έννοια του ξεριζώνω πρέπει να γράφεται ως ξεκολώνω. Υπάρχει και ο παλαιότερος τύπος ξεκολνώ ως παραλλαγή του ξεκολλάω.
Αλάριχος Τεκέλογλου
Μ' όλ' αυτά τα ωραία που λέτε, μου 'ρθε η ιδέα μή(μ)πως το «ξεκωλώνω» είναι τελικά ούτως ή αλλέως από το «ξεκολλώ», με παρετυμολογική επίδραση του «κώλος». Όπως και να 'χει, είναι όλντυ μπατ γκούντυ!
Mitsaras
Να προσθέσω απλά οτι δεν είναι μόνο της Πελοποννήσου ο ιδιωματισμός αυτός. Τον χρησιμοποιούμε και εμείς στη Θεσσαλία, αλλά τον χρησιμοποιούν και στην υπόλοιπη βόρεια Ελλάδα έχω την εντύπωση.