Βαποράκι ὠνομάζετο παλαιὰ καὶ τὸ σίδερο σιδερώματος.

Ἀναφέρομαι στὴν πρὸ τοῦ ἐξηλεκτρισμοῦ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ σιδέρωμα γινόταν μὲ σίδερα θερμαινόμενα μὲ κάρβουνα ἀπὸ τὸ τζάκι ἢ τὴ φουφού κλπ. Τὸ ἐργαλεῖο-πρόδρομος τοῦ σημερινοῦ ἦταν οὐσιαστικῶς ἕνα κούφιο σιδερένιο κουτὶ σὲ σχῆμα πλοίου, μὲ βαρειὰ λεία βάσι καὶ ἀνασπώμενο καπάκι μὲ λαβή. Ἀπὸ ἐπάνω ἔβαζαν τὰ κάρβουνα, τὰ ὁποῖα ἤρχοντο σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μέ, καὶ πύρωναν τὴ βάσι. Στὰ πλάγια ὑπῆρχαν ὀπὲς ἢ σχισμὲς ἀερισμοῦ (τὰ φινιστρίνια, ἂς ποῦμε). Ὅταν ἡ ἔντασι τῆς πυρᾶς ἔπεφτε, ἡ σιδερώτρια ὑπέβαλε τὸ βαποράκι σὲ χαρακτηριστικὴ πλευρικὴ ἐκκρεμοειδῆ αἰώρησι, ὥστε νὰ φουντώσῃ ἡ θράκα, ἐφ' ὅσον ἀεριζόταν ἔντονα μέσῳ τῶν πλευρικῶν ὀπῶν. Μεγάλου ἐνδιαφέροντος ἦταν ἡ στάσι τῆς σιδερωτρίας κατὰ τὸν ἀερισμό: Ἡμίσκυφτη, μὲ ἀνοιχτὰ τὰ πόδια, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ἰσορροπία της, διότι τὸ βαποράκι εἶχε σημαντικό βάρος.

Ὅταν ἤμουν μικρὸς ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ ἐξηλεκτρισμοῦ τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος ὡλοκληρώθηκε ἐπὶ δικτατορίας. Μὲ τὴν ὁλοκλήρωσι τοῦ ἐξηλεκτρισμοῦ χάθηκε καὶ τὸ βαποράκι ἀπὸ τὰ σπίτια, παρέμεινε ὅμως σὲ χρῆσι ἀπὸ ἐπαγγελματίες ἐμπορορράπτες μέχρι τῷ ᾿ 80. Σὲ σχετικὴ ἐρώτησί μου, ὁ ράφτης μας ἀπήντησε ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐπαγγελματίας, καὶ τὴ δουλειά του δὲν τὴν ψευτίζει μὲ τέτοια μασκαραλίκια (ἐννοοῦσε τὸ ἠλεκτρικὸ σίδερο).

Κατίίίίνα! Φέρε μαρὴ κανένα κάρβουνο ἀπ' τὴ φουφού!
Γιατὶ καλὲ θεία;
Δὲ βλέπεις μαρή; Σιδερώνω. Τὸ βαποράκι κρύωσε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Αλάριχος Τεκέλογλου

Ωραία, παλαιά, νοσταλγική σλανγκ! Και το λευκαδίτικο «μαρή» τα σπάει.

#2
perkins

Μαρή κοκώνα μου!

#3
aias.ath

#4
jesus

τσώπα μαρέ / μαρή!!

(αυτό κ το «ά στο δγιαλο!» είναι χαρακτηριστικές εκφράσεις έκπληξης, νομίζω λευκαδίτικες.)

#5
Galadriel

Το α στο δγιάλο είναι γιουνιβέρσαλ.

#6
perkins

@Jesus
Και το «Μπαααααα που να λσσάξσσσσ»

#7
poniroskylo

Εξαιρετικό.

Να προσθέσω ότι υπήρχε και τύπος σίδερου στο ίδιο σχήμα χωρίς όμως κάρβουνα μέσα. Αυτό το ζέσταιναν πάνω σε σχάρα που από κάτω υπήρχαν αναμμένα κάρβουνα. Έχει απαθανατισθεί σε ένα από τα πιόνια της Αμερικάνικης Monopoly (δες φωτό).

#8
HODJAS

Ο παραδοσιακός τρόπος σιδερώματος στα πλοία, ήταν το «πάτημα» των ρούχων μ' ένα γυάλινο μπουκάλι γεμάτο καυτό νερό ή ατμό απο τις μηχανές, το οποίο κρατούσαν οι ναυτικοί με προσοχή μην καούν, μ' ένα πανί ή πατσαβούρι.

Ο Ν. Καββαδίας, παραθέτει σχετικό παράδειγμα στην «Βάρδια».

Άλλος πρόχειρος τρόπος ήταν το προσεκτικό δίπλωμα και τοποθέτηση των ρούχων κάτω απ' το μαξιλάρι ώστε να πατικωθούν ομοιόμορφά (;) ή το τίναγμα και άπλωμα των ρούχων με τέτοιο τρόπο, ώστε να «κοκκαλώσουν», οι οποίες πρακτικές επιβίωσαν και στους στρατώνες μέχρι πρόσφατα, που λειτουργούν «ιματιοπλυντήρια» - σιδερωτήρια.

Όποιος ξέρει απο μπεκιαρλίκι, θα καταλάβει...

#9
Επισκέπτης

Τό μπεκιάρης τὸ ἔχουμε;

#10
poniroskylo

Όχι ακριβώς. Έχει γίνει όμως μια συζήτηση για τον μπεκιάρη στο λήμμα μπακούρι.

#11
ΝΤΙΝΟΣ

@ Φίλε Νασρεδδίν: Προφ, ο Νίκος (Κόλλιας) Καββαδίας ήξερε, αλλά δε θυμήθηκε να το προσθέσει. Το δίπλωμα / πατίκωμα του παντελονιού κάτω απ'το στρώμα αντί για σιδέρωμα, γινόταν πληρέστερο όταν, το πρωί, για καλύτερη εμφάνιση, conditio sine qua non της εποχής, και για να τονίσουμε την τσάκιση, περνάγαμε στο βρακί κατά μήκος, μία τσατσάρα (κατά προτίμηση και, ει δυνατόν, καθαρή) ανάμεσα στα «δοντάκια» της, πράγμα που έδινε την εντύπωση φρεσκοσιδερωμένου παντελονιού. O tempora, o mores! και μην ξεχνάμε ότι «πενία τέχνας κατεργάζεται» που λέγαν και οι αρχαίοι ημών...

#12
HODJAS

Ωραίος!

Οι άντρες πριν βγεί το μπριγιόλ, έβαζαν στα μαλλιά και στο μουστάκι τους μεδουλάρι ή μαντέκα (ζωικό λίπος)...

Κι οι γυναίκες δεν πήγαιναν πίσω. Ελλείψει κραγιόν προ πεντηκονταετίας και βάλε, τρυπούσαν ελαφρά κάποιο σημείο του σώματός τους με μια καρφίτσα και άλειφαν τα χείλη με αίμα, τσιμπούσαν ή χαστούκιζαν τα μάγουλά τους εν είδει ρούζ κλπ για να κοκκινίζουν (= να δείχνουν υγιείς & γόνιμες = ποθητές) και ζωγράφιζαν ανύπαρκτα καλσόν πάνω στα πόδια τους (ακόμα και οι Γαλλίδες του ΒΒ ΙΙ, οπότε οι Αμερικάνοι που τις χαρτζηλίκωναν και τους έκαναν δώρα τις πρώτες νάυλον κάλτσες που είδαν στην ζωή τους εκτός απ' το σινεάκ, γαμούσαν κι έδερναν). Η έκφραση «με μια Κολυνός βγάζεις γκόμενα» σου θυμίζει τίποτα;
Κι όμως, η κρητικιά «Παριζιάνα» ήταν βαμμένη σαν κούκλα εδώ και 3.000 χρόνια...

Τα κόκκινα μάγουλα στις γυναίκες μετά την δεκαετία του '70, θεωρούνταν μεν σύμβολο σφύζουσας ζωτικότητας (+), αλλά ταυτόχρονα πρόδιδαν επαρχιώτικη καταγωγή (-), ενώ η τελευταία γκαγκαρέα χρυσοστόλιστη νύφη με χρυσόμυγες κολλημένες στα μάγουλά της (κατά το έθιμο δίκην πρωτόγωνου στράς!) έγινε μπαίγνιο στον Ψειρρή των αρχών του 20 αιώνα.

O tempora o mores δε λές τίποτα!

#13
Khan

!!!

#14
ΝΤΙΝΟΣ

Θυμάμαι το «μπριγιόλ», την «μπριγιαντίνη» και την περίφημη διαφήμιση «ξέχασα να βάλω μπριλκριμ!». Το μεδουλάρι δε μου θυμίζει τίποτα. Ομως, η manteca (ισπ.=βούτυρο) που επίσης έφτασε στην Ευρώπη, είναι πιο γνωστή. Ακόμα πιο γνωστή και εξίσου παλιά είναι η gomina (ισπ.γαλλ.ιταλ.) αντίστοιχη με τα σημερινά, ζελέ, τζελ, άργιλο, κλπ., που σου γυάλιζε και σου κόλλαγε τα μαλλιά σα να στα'χε γλείψει αγελάδα (κράξιμο εποχής). Το απόγειο της δόξας της ήταν στις αρχές του 20ού αι., στις πρώτες (βουβές) κινηματογραφικές ταινίες, όπου δεν επιτρεπόταν κανένα επαναστατικό τσουλούφι. Την ίδια εποχή στην Αργεντινή, άντρες και γυναίκες χορεύανε τάνγκο με τα μαλλιά τους απελπιστικά gominados (ισπ.) και αργότερα gominés (γαλλ.). Πιθανολογείται ότι αυτή είναι η προέλευση του ελληνικού όρου «γκόμενα» με όλα της τα συμπαρομαρτούμενα και όχι το παλαμάρι που σέρνει πίσω του κάποιος ναυτικός (βλ. Τριανταφυλλίδη), εκτός αν όντως ο Αντώνης ο Βαρκάρης ο Σερέτης (Antonio Vargas Heredia) έσερνε πίσω του μια γκόμενα σα να'ταν παλαμάρι, εξ ού και το Παλαμάρι του Βαρκάρη (έλα ρε μάνα) στ'Ανάπλι (να με δεις).

#15
HODJAS

Η gomina ακόμα έτσι λέγεται στην Ισπανία.
Για τη γκόμιναφιληνάδα όπως έλεγαν παλιότερα) δες κι εδώ.