Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συμβατικὲς ἔννοιες, σημαίνει:

  1. Φεύγω. Συνώνυμα τὰ παίρνω δρόμο, την κάνω (ἐννοεῖται μὲ ἐλαφρὰ πηδηματάκια, κατσίκα, φίδι κλπ, ἀναλόγως τῆς χροιᾶς ποὺ θέλουμε νὰ δώσουμε).

  2. Δουλεύω, μελετῶ ὑπερβολικά, τόσο ποὺ νὰ ἔχω κάποια ἀρνητικὴ συνέπεια. Ἐκτὸς ἂν εὐκόλως ἐννοεῖται, τὸ σπάω συνοδεύεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας, πχ. σπάω στὸ διάβασμα. Παράγωγα τὸ σπασίκλας, σπάσμα, σπάσος.

  3. Γιὰ διάφορες ἄλλες χρήσεις, ὅλες σλαγκικές, βλ. Τριαντάφυλλο, γιὰ νὰ μή γίνωμαι σπαστικός.

  1. Σπάσε, ρὲ μόρτη, δὲ σὲ παίρνει... Ἄκουσες ρέέέ;

  2. Μαλάκα, αὔριο εἶπε θὰ ρίξῃ διαγώνισμα. Θὰ κάτσω μέσα νὰ σπάσω.

  3. Μή μοῦ τὴ σπᾶς, ρὲ Λίλιαν! Ὅλο PMS καὶ PMS, ΓΤΠ μου!

στο 0:40 (από allivegp, 23/05/10)

Επειδή ανώνυμα μας παίρνει να γίνουμε σπαστικοί, πέρα 'πο τους υπόλοιπους ορισμούς στο λήμμα, δείτε ακόμη: σπάω βράχια, σπάω επιταγές, σπάω καθρέφτες, σπάω καυλί, σπάω πλάκα, σπάω πρόγραμμα, σπάω σε κέρματα, σπάω στον πούτσο, σπάω την κατοστάρα, σπάω τον καρπό, σπάω τον τσαμπουκά, σπάω τον πάγο, τα σπάω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
aias.ath

Τώρα μοῦ ἤρθανε καὶ τὰ καλιαρντὰ συνώνυμα τοῦ φεύγω:
Τζάζω καὶ τζάω, ἀβέλω τακοῦνι, ἀβέλω κανξερό, ἀβέλω κανὶ κλπ.

#2
allivegp

Το συναντούμε και στο τραγούδι του Χρηστάκη «Ο παραμυθάς»:
[I]Σε βαρέθηκα και σπάσε
και τα μού 'πες σού 'πα άσε
όλο θα και θα και θα σπάσε ρε παραμυθά.[/I]

#3
vikar

Έτσι, πολύ ωραίος.

Η δεύτερη σημασία συγκεκριμένα, η οποία παράγει και το γνωστό σπασίκλας (παλιά μου απορία αυτή η προέλευση), με έστειλε. Δέν το έχω ακούσει ποτέ. Μήπως είναι παλιομοδίτικο που έχει πλέον εκλείψει;

#4
aias.ath

@Vikar
Θεωρῶ ὅτι ἡ ἔννοια 2 εἶναι παράγωγος τῆς 6 (Τριαντάφυλλος), ποὺ σημαίνει γερνάω, φθείρομαι, κάνω ρυτίδες=σπάει τὸ δέρμα μου κλπ.

#5
jesus

να χαρώ εγώ ανωνυμία.

#6
mimisgri

Σπάω: Συνεργάζομαι κατόπιν πίεσης,ή φόβου με τους ανακριτές.....