Από το τούρκικο hamal.

  1. Ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει βάρη, ο αχθοφόρος, ο φορτοεκφορτωτής.
  2. Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο κουβαλητής σε σημείο εκμετάλλευσης, το κοροϊδάκι που κάνει ο,τι του ζητούν.
  3. Ο άνθρωπος που κάνει τις βαριές δουλειές με χαμηλό μισθό.

1.- Ρε Πέτρο, άντε πετάξου μία στο supermarket!
- Να πας μόνος σου, χαμάλης είμαι να κουβαλάω τα ψώνια σου;

  1. - Κοίτα τον, κοίτα τον. Μέχρι και την τσάντα της κουβαλάει. Ο,τι του πει..! - Μια ζωή χαμάλης. Ό,τι του ζητάς το κάνει.

  2. Άμα δε μάθεις γράμματα, μια ζωή χαμάλης θα είσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
kamakisss

Λέγονταν κάποτε και το τραίνο χαμάλης ή απλά έχει εντυπωθεί λανθασμένα στο νου μου;

#2
MXΣ