(κρητική διάλεκτος)
Συμφορά μας (η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή του Αποκόρωνα).

Ηγούγια μας μ' αυτό που πάθαμε!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
xalikoutis

Η φράση δε χρησιμοποιείται μόνο στον Αποκόρωνα αλλά σε όλη τη δυτική (μέχρι Ψηλορείτη, χωρίς αυτόν) τουλάχιστο Κρήτη, σε διαφορετικές εκδοχές: ηγούγια, εγούγια, εγόγια και προέρχεται σίγουρα από παραφθορά του «εγόη μου» (στα Σφακιά απαντά κυρίως αυτό, το λιγότερο παρεφθαρμένο).

Τώρα το «εγόη μου» το γλωσσάρι του Ξανθινάκη που έχω πρόχειρο λέει ότι προέρχεται από το «γοή μου» και ότι είναι απίθανη η ετυμολόγηση από το ιταλ. guai = αλίμονο. Υπάρχει και το ρήμα γούζιομαι που σημαίνει γοώ, παραπονούμαι φωναχτά.

Εγώ πάντως δεν πολυπείθομαι, γιατί δεν ξέρω τι νόημα έχει το «γοή μου» ως επιφώνημα (αν και σίγουρα είναι η ρίζα του γούζιομαι). Είχα πάντα την αίσθηση ότι πρέπει νά' χε σχέση με το αρχαίο «ωιμέ»... «ωιμ'εγώ» στα ποδανά, ξέρω γω....;-)
(παρ' όλ' αυτά τό γραψα πιο πάνω με όμικρο).

Μπας και ξέρει κανείς;

Πάντως συντοπίτη Μάριε δεν είναι σλανγκ αυτό, έτσι;

#2
HODJAS

Δεν υπάρχουν σκέτα ιταλικά, αλλά βενετσιάνικα, γενουάτικα, ναπολιτάνικα κλπ και δή άλλα του 15ου άλλα του 16ου αιώνα, άλλα των ναυτικών άλλα των σιναφιών, άλλα των εβραίων εμπόρων κ.ο.κ. και ε.κ.λ.α.ι.ρ.

Πάντως, στα σύγχονα ιταλικά της Ρώμης guaio σημαίνει κακή φάση, πρόβλημα, ζημιά, ζόρι.
Όμως, στην ισπανική αργκό της Μαδρίτης guay σημαίνει και γαμώ!

Στα ελληνικά να' χει σχέση με τα γρούζω, γογγύζω ή α-γουριέμαι;

Πέραν τούτου, απορία μουεζίνου vix...

#3
HODJAS

Μήπως έχει σχέση με το γοητεύω - γητεύω (= μαγεύω, δένω διά μαγείας, εξαπατώ): θεραπεύω με μαγικά μέσα.

Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με τον γόητα (< o γόης, του γόητος = ο γοών, θρηνών, ο μάγος, ο θαυματοποιός, ο απατεών) και με τον γόον, τον θρήνο, τον οδυρμό (πβ. γοάω = θρηνώ, οδύρομαι, γοερός).

#4
HODJAS

(Ξανά-μανά): Σύμφωνα με το Liddell & Scott, γο-ερός, ά, όν, (γόος) of things, mournful, distressful, θρῆνοι Erinna6.8 codd.; πάθη A.Ag.1176 (lyr.); δάκρυα E.Ph.1567 (lyr.); τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Arist.Pr.922b19.

II of persons, wailing, lamenting, ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς E.Hec.84; of the nightingale, Call.Lav.Pall.94. Adv. -ρῶς D.T. 629.21, Eust. 1147.9.

Υφίστανται και τα οξύγοος (που θρηνεί ουρλιάζοντας), αβρόγοος (που θρηνεί σαν γυναίκα), άγοος (αγόγγυστος) κλπ.

Τώρα, η πάσα είναι προς πάντα ενδιαφερόμενο (διότι αδυνατώ ως αναρμόδιος), να βρεί την σανσκριτική ρίζα της λέξης γόος, κοινές ομόρριζες λέξεις σε ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και η ερμηνεία της νοηματικής συνέχειας-κατάληξης των γοάω (θρηνώ) - γόης/γητευτής (μάγος), δηλ. πώς σκατά προέκυψε...

#5
xalikoutis

εγόη μου! ναι, το ξέχασα....(το ότι «δεν υπάρχουν ιταλικά»)

Οι Κρητικοί, λοιπόν, το πήραμε συγκεκριμένα από την αργκό των καστράτων επί πληρωμή μοιρολογητών της συνοικίας Νοκονιοσκουνκάτσο της Βενετίας των οποία η παρουσία στις Σφακιανές κηδείες στα μέσα του 18ου αιώνα (εποχή ακμής) εθεωρείτο ένδειξη κύρους και ευμάρειας, και οι οποίοι εταξίδευαν επί τούτου από τη Βενετία στα Σφακιά με καράβι συνήθως της ίδιας της οικογενείας του αποθανόντος .... το παραπάνω μαρτυρείται μάλιστα στους εξής στίχους της ρίμας του ΜαρκοΠώλο (Μάρκος Πάυλος Φανταξός)..

[I]Κι απού σιμώσει τσι ξαθές να κλαίγουσι ακούει
και τσι μουνούχους πού' χανε να λένε το εγόη[/I]
........

Λοιπόν, όλες μα όλες οι λέξεις που λες Χότζα έχουν ρίζα το «γοή», το οποίο έχει κοινή ρίζα με το «βοή» το BOF (παράβαλε τα λατινικά bovare κλπ, κοινή ρίζα με το βους-βoός, bos-bovis και το μουγκανητό του).

Η σχέση γοώ - γοητεύω είναι πράγματι ενδιαφέρουσα (ειδικά αν στο βάθος της σκεφτείς ότι υπάρχει... το βόδι).

Αλλά για το συγκεκριμένο κρητικό επιφώνημα «εγόη μου» (ας το γράψω και όπως το νιώθω ετυμολογικά-> εγώι μου) αυτό που λέω είναι ότι α) δεν πρέπει να προέρχεται από το guai και ότι άλλο λατινογενές, να το πω έτσι (αυτό λέει και ο Ξανθινάκης) β) δεν πρέπει κατά την άποψη μου να προέρχεται ούτε από το «γοή μου», σε αντίθεση με όσα λέει ο Ξ. (ενώ τα γούζιομαι, γρύζω, γογγύζω σίγουρα έχουν σχέση με αυτό). Και ο λόγος είναι ότι δεν μου κολλάει να υπάρχει επιφώνημα που... να περιγράφει την ίδια την πράξη της επιφώνησης («γοή μου»!!!!), να το πω έτσι.

Θρηνούμε λέγοντας «αχ λαχτάρα/δυστυχία μου» ή «όφου καημέ μου» (αιτία του θρήνου) και όχι «αχ κλάμα μου» ή «αχ οδυρμέ μου», ούτε καν «αχ αναστεναγμέ μου» κ.λπ.

(το «αλίμονό μου» με μπερδεύει λίγο πάντως...).

Οπότε πιο πιθανό μου φαίνεται να πρόκειται για παραφθορά κάποιου αρχαιοελληνικού θρηνητικού επιφωνήματος παρά κάτι που να σχετίζεται με τη «γοή» ετυμολογικά.

#6
HODJAS

Ετσά δάσκαλε!

Λοιπόν, τώρα που το πράμα πήγε μακρύτερα τη αρωγή σου, δηλαδή το συνέδεσες με το βους-βοός, έτσι κι έχει ο γητευτής - μάγος / κλαψομούνης παρηγορητής (που μου φέρνει στο νού τις κέλτικες θεότητες banshees που κλαούνιζαν στις στέγες προλέγοντας το κακό) καμιά μαγική σχέση με τα ιερά βοοειδή σε πολλές αρχαίες κουλτούρες, θα γίνει μεγάλο πατιρντί!

Τα βοοειδή λατρεύονταν ως θεότητες της αφθονίας στς Βέδδες. Η θεά Auðhumla ήταν η ιερή αγελάδα των Σκανδιναβών, στους Φράγκους και στους Βησιγότθους, τα Χρυσά Βόδια έσερναν κάρρο είτε θριάμβου είτε νεκρώσιμο και η λατρεία των Ισραηλιτών προς το Χρυσό Μοσχάρι τσάντισε το Μόουζες...

Υπ' όψιν, η Ιταλία (Víteliú στα Οσκικά) σημαίνει χώρα των μοσχαριών (χρησιμοποιούν δε το χαλκιδικό αλφάβητο δηλ. της Εύ-βοιας), οι συντροφοναύτες του Δυσσέα, τιμωρήθηκαν γιατί έφαγαν σε κάποιο νησί τα ιερά βόδια του Ήλιου, ο δέκατος άθλος του Ηρακλέα ήταν να φέρει στον Ευρυσθέα τα κόκκινα βόδια του Γηρυόνη (απ' το νησί Ερυθεία στην μακρινή Δύση πέρα απ' τον Ωκεανό, ίσως στα νησιά Γάδοι ή τις Βαλεαρίδες), η ιερή αγελάδα λατρεύονταν απο τους Κέλτες (βλ. τα μνημεία για την Dun Cow στην ΒΑ Αγγλία) και την λατρεία των Ινδουιστών στα βοοειδή.

Τυχαία; Και μπορέλλι...

Προς το παρόν, σοι αφιερώ παλιό μαντινιαδάκι (για έναν γερο-δάσκαλο που τα' φτιαξε με μια μαθήτριά του), που κονόμησα πρόσφατα μπετατζόθεν:

[I]Αλίμονό σου δάσκαλε κι είντα σε περιμένει,
οξεία θέλει το μουνί κι όχι περισπωμένη...[/I]

Τσίου!

#7
xalikoutis

Προς το παρόν να παραδεχτώ ότι είμαι κατά βάση αμόρφωτος γιατί το οϊμέ γράφεται με όμικρον και όχι με ωμέγα.

Αυτό όμως δεν απορρίπτει την υπόθεση ότι το «εγόι μου» ΔΕΝ προέρχεται από το «γοή» αλλά από κάποιο αρχαιοελληνικό επιφώνημα... και φυσικά από το αρχαιοελληνικό οἴ για το οποίο το Lidell Scott γράφει:

οἴ , exclam. of pain, grief, pity, astonishment,
A. ah! woe! sts. with nom., “οἲ᾽ γώ” S.Aj.803, El.674, 1115 : mostly c. dat. (cf. οἴμοι): c. acc., “οἲ ἐμὲ δειλήν”.

Συνοψίζω: “οἲ᾽ γώ” -> ... -> εγόι μου ή εγώι μου (και εγούγια μου κλπ).

(Χότζα, βλέπω κινείσαι με άνεση στον κελτο-ιταλικό κλάδο... Ωραία τα λες, αντιδασκαλέρνω σου

Ελλάς γελάς σαν Ιταλία!

#8
HODJAS

Πάντως, άμα θέλαμε να Λασκολογήσουμε, θα μπορούσαμε να σκαρώσουμε στο πι-και-φι ένα παραμύθι, το κουκί και το ροβύθι, αλλά ας όψεται...

#9
xalikoutis

hόι hόι hόι που λένε και οι Αλβανοί στα πολυφωνικά τους.

#10
betatzis

Aπό Ερωτόκριτο :

Στίχος 2155 του 2ου μέρους

Eτρόμαξε όλος ο λαός, έτοιο θεριό να δούσι, να πέσει μ' όλο τ' άλογον, για θαύμα το μιλούσι. Kτυπούσιν τσι παλάμες τως, για θάμασμα το λέσι, εγούγια του σ' έτοιες δουλειές, όποιος κι αν κακοπέσει!

το βρίσκω και σε ένα γλωσσάρι από Ανατολική Κρήτη εδώ

Τώρα για την ετυμολογία θέλει συνδυασμό γνώσεων και να έχεις πιει κιόλας για να έχεις την έμπνευση που χρειάζεται. Γνώσεις πολλές δεν έχω και είμαι και στεγνός τώρα. Επιφυλάττομαι, (κυρίως για το πιώμα, μπας και γίνει τίποτα).

Ωραία κουβέντα.

#11
betatzis

Πάντως η θεωρία Χαλικούτη μου φαίνεται πολύ στιβαρή.

Απλώς η αίσθησή μου είναι ότι πρέπει να ψαχτεί και η σύνταξη με την οποία συναντάται, (εγούγια μου, εγούγια του).

#12
iron

από το αλληλούια καμιά μακρινή σχέση; («αϊούια» όπως λέμε έαε) και μετά αγιούγια κτλπ κτλπ;;;