Στην στρατιωτική αργκό, ο στρατιώτης Υγειονομικού από τα αρχικά ΣΤΡ (ΥΓ). Με υπονοούμενο βέβαια ότι είναι φλώρος και πούστρινγκ.

Χαϊδευτικά: στρινγκάκι.

Σύγκρινε με στριπτιζέρ.

Τα γαμημένα το στριγκάκια την περνάνε ζάχαρη, κι εμείς πυξλαμούν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Αhά, μας λείπει ακόμα το στρίνγκ με την έννοια του εσώρουχου... Τελοσπάντων, για όποιον το αναλάβει, ας δεί κι' εδώ για την τυπική απόδοση στα ελληνικά.