1. Αθετώ τον λόγο που έχω δώσει, τη δέσμευση βρε αδερφέ που είχα αναλάβει με αποτέλεσμα να προξενήσω ζημία ή τουλάστιχον απογοήτευση σε κάποιον συνάνθρωπό μου.

  2. Στο γ' ενικό πρόσωπο και δη στον αόριστο (κρέμασε), το λήμμα αναφέρεται σε δίκτυα κινητής τηλεφωνίας και ιντερνέτια και δηλώνει την αδυναμία του συστήματος να λειτουργήσει για κάποιο χρονικό διάστημα, κυρίως εξαιτίας υπερφόρτωσης.

  1. Κρέμασε τον κόσμο του ο Μαστοράκος. Ο Γ. Μαστοράκος σήμερα δεν ήταν παρών στο δημοτικό συμβούλιο, δεν απαντούσε στο κινητό του, οι συνεργάτες του ήταν πυρ και μανία με τα νέα ενώ προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του αλλά μάταια...
    εδώθε

  2. Κρέμασε για ώρες το δίκτυο της Cosmote
    Χωρίς... «σήμα καμπάνα» έμειναν από τα ξημερώματα χθες ώς τις 7.30 μ.μ. χιλιάδες συνδρομητές της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας COSMOTE, λόγω βλάβης.

Αρχικά δεν λειτουργούσε ούτε η ιστοσελίδα της εταιρείας στο Διαδίκτυο, αλλά αργότερα επανήλθε.

εκείθε

(από perkins, 29/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Για τη β εκδοχή σχετικό και το λήμμα κρέμασε

#2
perkins

Το εψαξα ως κρεμαω. Που να το φανταστώ ο έρμος !

#3
GATZMAN

Σιγά μωρέ. Σα σχετικό το έβαλα

#4
Khan

Έχει ενδιαφέρον και η έκφραση κρεμάω τον τερματοφύλακα στο ποδόσφαιρο.