Αυτός που νομίζει ότι είναι γαμάτος, που επιδεικνύεται λέγοντας συνεχώς ότι όπου πάει τα σπάει.
Με βρήκε ο τασπάος ο Κώστας προχθές στο δρόμο και μου είπε ότι έκανε μεγάλο σαματά στο πάρτι του.
Αυτός που νομίζει ότι είναι γαμάτος, που επιδεικνύεται λέγοντας συνεχώς ότι όπου πάει τα σπάει.
Με βρήκε ο τασπάος ο Κώστας προχθές στο δρόμο και μου είπε ότι έκανε μεγάλο σαματά στο πάρτι του.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
2 σχόλια
Vrastaman
Fica, folks! To αναγραμμαντείο σε χαιρετά!
vikar
Τα σπάω εδώ, με την έννοια «τα κάνω γυαλιά-καρφιά», την πιό κυριολεκτική δηλαδή, και όχι με τις άλλες έ;