Αυτός που νομίζει ότι είναι γαμάτος, που επιδεικνύεται λέγοντας συνεχώς ότι όπου πάει τα σπάει.

Με βρήκε ο τασπάος ο Κώστας προχθές στο δρόμο και μου είπε ότι έκανε μεγάλο σαματά στο πάρτι του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Fica, folks! To αναγραμμαντείο σε χαιρετά!

#2
vikar

Τα σπάω εδώ, με την έννοια «τα κάνω γυαλιά-καρφιά», την πιό κυριολεκτική δηλαδή, και όχι με τις άλλες έ;