Από το τουρκικό κιόρ, που σημαίνει κυριολεκτικά ο τυφλός ο αόμματος. Απαντάται και ως «κιόρι».

Έτσι προσφωνείται απαξιωτικά έως υβριστικά ο απρόσεκτος. Ευρέως διαδεδομένο στη Β. Ελλάδα.

Πού πας βρε κιόρι;! Ολόκληρο STOP μπροστά σου και δεν το βλέπεις;

(από iwn, 17/10/10)(από jesus, 31/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
xalikoutis

Στην Κρήτη πάλι δεν χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος. Πριν αιώνα/ες σίγουρα χρησιμοποιούνταν, θρυλικός ο βιολάτορας Κιόρος από την Κίσαμο Χανίων, σύμφωνα με κάποιους επινοητής του κρητικού Συρτού.

Εντύπωσή μου είναι ότι τούρκικες λέξεις εν χρήσει στη Β.Ελλάδα, στην Κρήτη απαντούν ως παρατσούκλια ή πλέον επώνυμα, των οποίων όμως η σημασία (δηλ: η δυνατότητα συννενόησης με αυτές) κατά κανόνα εκφεύγει των Κρητικών. Σε γενικές γραμμές υπερίσχυσαν οι ελληνικές λέξεις (στο παράδειγμα του κιόρου, έχασε στον ανταγωνισμό από το στραβός). Σε κάθε περίπτωση ερώτημα είναι αν τέτοιες τούρκικες λέξεις υπερίσχυσαν ή/και χρησιμοποιούνταν εναλλάξιμα στην καθημερινότητα, ή αν χρησιμοποιούνταν μόνο ως επιτημητικά υποκατάστατα (πρόσφορα για παρατσούκλια) των ελληνικών (και των βενετσιάνικων ίσως).

Και όλα αυτά τα λέω για να αναφέρω ένα κουφό, ξόφαλτσο και ακόμα υπαρκτό παρατσούκλι από τα Σφακιά, τη λέξη αλλοιγκιόζης, για τον αλλοίθωρο... αλλοίθωρος στα τούρκικα βρίσκω τη λέξη budalaca.

#2
jesus

ο κόρκος, πάντως, βλέπει το τέλος να πλησιάζει. άρα δεν είναι τυφλός.

#3
xalikoutis

Ποιος είναι αυτός;

#4
jesus

μήπως τον μπερδεύεις με τον μπίρλα;

#5
patsis

Τον Μπίρλα και τον Κόρκο δεν θα ξέραμε; Αστειεύεσαι; Ποιοι είναι αυτοί, ρε παιδιά;

#6
jesus

το πρώτο μήδι είναι εντελώς στραπατσίρεν ντι γκεστάαλτ.

#7
knasos

κι εγώ νόμιζα ότι ήταν κακό φώτοσοπ.

#8
jesus

φωτοσοπιά είναι σε 1ο γκεστάαλτ.

#9
patsis

Α, και σε είχα για τσιτσανολόγο εσένα.