Λεξικογραφημένο για τις περισσότερες σημασίες του, π.χ. στον Τριανταφυλλίδη. Κυρίως έλειπε η τέταρτη παρακάτω περίπτωση.

Ο έλεγχος, η ρύθμιση, η επιβολή της εξουσίας μου σε ανθρώπους ή καταστάσεις, η χορήγηση δεσμευτικών οδηγιών. Ειδικότερα:

  1. Ο εξουσιαστικός έλεγχος επί ανθρώπων. Όποιος κάνει κουμάντο είναι ο φανερός ή παρασκηνιακός επικεφαλής. Ο λόγος του είναι προσταγή για τους εμπλεκομένους.

  2. Ο έλεγχος σε άψυχα (συνών: κάνω καλά, κάνω ζάφτι). Η ρύθμιση καταστάσεων, η δρομολόγηση των διαδικασιών. Ο καταμερισμός των ρόλων, ο προγραμματισμός των δαπανών και των πόρων. Βλ. και τα κουμάντα μου, με τα ενδιαφέροντα και συμπληρωματικά του παρόντος σχόλια.

  3. Η επικράτηση μιας προσωποποιημένης δύναμης (το άψυχο σαν υποκείμενο).

  4. Οι οδηγίες ενός πεζού στον οδηγό αυτοκινήτου για να κάνει έναν δύσκολο ελιγμό (κυρίως παρκάρισμα/ξεπαρκάρισμα). Άσχετο: Στα τεθωρακισμένα αυτός που κάνει κουμάντο τον οδηγό του άρματος λέγεται οδηγός εδάφους.

Εκ του ιταλικού comando=εντολή, διαταγή.

Παράγωγα: κουμαντάρω (ρ.), κουμανταδόρος (ουσ.), κουμανταδόρικος (επίθ.).

  1. - Μεγάλη μονάδα ρε συ, να έρθουμε καμιά μέρα να κάνουμε κρούση για τα μηχανήματα με τα αναψυκτικά. Για πες εσύ που ξέρεις, ποιος είναι διοικητής εδώ;
    - Γάμα τον διοικητή, ένας κοιμήσης είναι, συνέχεια βολτάρει με το τζιπάκι. Τον υπόδικα να πιάσεις, αυτός κάνει κουμάντο εκεί μέσα.

2α. - Χαλβαδιάζω μια hayabusa τελευταία...
- Σιγά μην πάρεις και εφ δεκάξι. Ρε άκυρε, ακόμα το παπί δεν μπορείς να κάνεις κουμάντο, μου θες και χαγιαμπούσες.

2β. - Στο γλέντι έχουμε συγκεκριμένες θέσεις;
- Α μπα, έχω βάλει όμως τον Γιωργάκη να κάνει κουμάντο τους καλεσμένους, να στέλνει της νύφης από 'δω του γαμπρού από 'κει, του κουμπάρου παρακεί και τέτοια.

2γ. - Αφεντικό έχω χάσει την μπάλα με τις πληρωμές.
- Θέλει μια μέρα να βάλουμε κάτω τους λογαριασμούς και να κάνουμε ένα κουμάντο ποιος έχει να παίρνει τι, γιατί αλλιώς θα την πατήσουμε.

  1. - Καλά ρε, γιατί δεν σηκώνει κανένας το ανάστημά του εκειπέρα, που κάθονται και ακούνε τις μαλακίες του κάθε χτεσινού προϊσταμένου;
    - Φίλε, ο φόβος κάνει κουμάντο στην εταιρεία, έχουν ακουστεί πολλά για απολύσεις τελευταία.

  2. - Ε ρε πστ! Πιο κολλητά δεν μπορούσε να παρκάρει αυτός; Έχει και κοτσαδούρα και δεν μπορώ να υπολογίσω...
    - Να βγω να σου κάνω κουμάντο;
    - Άσε, την παλεύω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Τον κοτσαδόρο που τον λές «κοτσαδούρα» στο παράδειγμα, αργκοτικό ύφος ή μόνο έτσι τον έχεις;

#2
patsis

Το ξέρω και με τις δυο μορφές. Σημειώνω ότι είναι θηλυκό: η κοτσαδούρα. Δεν είναι συχνό;

#3
vikar

Δέ θυμάμαι να τό 'χω ακούσει έτσι. Είπα οτι τό 'γραψες καθότι πολλά βαρύς και όχι, και βασικά ντρεπόμουνα να σε ρωτήσω τόσα χρόνια... αλλα τελικά νά, είδες;...

#4
patsis

Μη ντρέπεσαι ρε αγόρι μου...

#5
Galadriel

#6
vanias

Με την έννοια του ελέγχου, του χειρισμού δείχνει να έχει μεν ρίζα λατινική αλλά να μας έχει έρθει απο Τουρκία,αν δεν τος το χωμε στείλει εμείς. Είναι και κομμάτι περίεργο που λέμε κου- και όχι κο-(μαντο),οι οποίες αμφότερες λεξεις συνυπάρχουν στα ελληνικά και διακρίνονται σαφώς.

Ενδεικτικά:

Το χειριστήριο: kumanda

Πίνακας ελέγχου: kumanda paneli

#7
patsis

κουμάντο το [kumándo] (χωρίς πληθ.) : (προφ.) η ρύθμιση, η τακτοποίηση, ο έλεγχος επάνω σε κτ. ή σε κπ.: Δεν ξέρει να κάνει ~. ~ θα μου κάνεις τώρα; Ποιος κάνει ~ εδώ μέσα; Δε θα κάνεις εσύ ~ στη ζωή μου. Έχει καλό / κακό ~, διαχείριση.

[ιταλ. comando ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] )]

Λεξικό Τριανταφυλλίδη

Σημειώνω ότι έχει πληθυντικό, ίσως μόνο στην έκφραση κάνω τα κουμάντα μου.

Παρομοίως, για την ετυμολογία:

κουμπάρος ο [kumbáros] θηλ. κουμπάρα [kumbára] : [...]
[μσν. κουμπάρος < ιταλ. compar(e) -ος ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] )· κουμπάρ(ος) -α· κουμπάρ(ος) -ούλης· κουμπαρούλ(ης) -α]

Λεξικό Τριανταφυλλίδη

#8
patsis

Το δε κομμάντο ή κομάντο μάς έρχεται από μεγαλύτερο ταξίδι: Μ. Βρετανία και Ολλανδία λέει ο Τριανταφυλλίδης, Μ. Βρετανία, Πορτογαλία και Νότια Αφρική υποστηρίζει το etymonline.com.

#9
vanias

Το πήρες πατριωτικά Πάτση.Πα να πει σε ιντριγκάρεσε η παρέμβαση.

Έχω μια ένσταση όμως. Έστω ότι το Κο- γίνεται Κου- γιατί επιδρά το υπέρ. [K] και το χειλ. [m] κι όποιος το πιασε το πιασε, εγώ πάντως όχι, δεν είμαι του συναφιού και δεν τα έχω ξανακούσει φτούνα. Δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να είναι αυτή η εξήγα, αλλά δεν μου απαντάει στο ως κάτω ερώτημα:

Πως εξηγείται η διαφοροποίηση στο νόημα της λέξης και αντί για την ιταλική εντολή, κέλευσμα, προσταγή, διαταγή υιοθετείται στα Ελλήνικως ο τουρκικός "χειρισμός, έλεγχος". Ακούγονται συναφή τ. "Ποιος δίνει εντολές" vs "ποιος έχει τον έλεγχο" αλλά ξέρουμε ότι δεν σημαίνουν το ίδιο.

Πτόνταμπλυ, το going commando είναι γαμώ τις εκφράσεις. Στα χιώτικα το αντίβαρο είναι "κυκλοφορεί αλιμπερτός"