Ο ψεύτικος, ο άχρηστος στα Γιαννιώτικα.

Απαντάται και ως πασλέ (το προϊόν απομίμηση ή «μαϊμού») ή πασλίμι (ό.π.).

Κατά μη διασταυρωμένη πληροφορία, προέρχεται από το επίθετο παλιού Εβραίου των Ιωαννίνων του οποίου ο γιος ήταν διανοητικά καθυστερημένος.

- Αγόρασα ένα φοβερό ρολογάκι σήμερα. Μόνο 50 ευρώ!
- Άντε ρε! Καμιά πάσλα θα σου πλάσαραν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Στο λεξικό του γιαννιώτικου σάιτ tzedes.gr αναφέρει

πάσλας (ο) = ντάτσκος, πρατσίλας, φλοέρας, γκόρος

Τι σημαίνουν τώρα αυτά; Πάμε:

ντάτσκος (ο) = ο χωριάτς με την κακή έννοια

πρατσίλας (ο) = ο χωριάτης, ο ντάτσκος. Η λέξη προήλθε από τις παλιότερες εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου της Βραζιλίας (Brazil - Πρατσίλ), στις οποίες οι περισσότεροι παίχτες ανήκαν σαφώς στη φυλή των Χαιταίων (είχαν χαίτη στα μαλλιά).

φλοέρας (ο) = άτομο πέρα βρέχει, σουρωμένος

γκόρος (ο) = ο πάσλας, ο τενεκές, χαϊδευτικό μεταξύ φίλων («που 'σαι ρε γκόρε;»)

Δεν υπάρχει αναφορά σε ψεύτικο, σε μαϊμούδες κλπ.

#2
Nakas

Κι όμως, το πασλέ σημαίνει και ψέυτικο, κοροϊδία, μαϊμου (= απομίμηση). Εξαιρετικές οι λέξεις του tzedes.gr αλλά αποδίδουν απλώς συνώνυμα και όχι μια απο τις ουσιαστικές σημασίες της λέξης.