Έκφραση που αναφέρεται στην έντονη αίσθηση του κρύου το οποίο δύναται να είναι βαθύ και τσουχτερό και ενίοτε να συνοδεύεται με ελαφρό (ή και δυνατότερο, κατά περίπτωση) αεράκι.

Το αποτέλεσμα είναι η αίσθηση έντονου μουδιάσματος στο εκτεθειμένο δέρμα, που συνήθως βρίσκεται στην περιοχή του κεφαλιού, και έχει ως επακόλουθο βουρκωμένα μάτια, μύτη κόκκινη, ρουθούνια υγρά, χείλη ξερά και αυτιά να τσούζουνε.

Επίσης, συμβαίνει συνήθως τα χέρια να είναι βαθιά μέσα στις τσέπες του παντελονιού ή σταυρωμένα κάτω από τις μασχάλες, οι ώμοι να είναι σηκωμένοι και τα βήματα να είναι μικρά, βιαστικά και να γίνονται με την κίνηση των ποδιών από τα γόνατα και κάτω ενώ μπροστά μας βλέπουμε τα χνότα μας.

Συνώνυμα: δάγκωσα τ' αρχίδια μου, γίνομαι αρχαίος, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, πουτσόκρυο, τσάφι, ψωλόκρυο κ.α..

- Δε ξέρω, άλλα αυτό το κρύο μου θυμίζει πρελούδιο του Σοπέν.
- Γουάου, γουστάρω Σον Πεν! Και γαμώ τις ηθοποιάρες, ναούμ'!
- Σοπέν είπα, αλλά ας μη το συζητήσουμε μέσα σε αυτό το κρύο.
- Γάμισέτα! Ξυρίζει! Μπρρρρρ!

κατακάβλωσα (από anchelito, 01/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
PUNKELISD

Αφού μπήκα στον κόπο να διαβάσω κάθε ορισμό στα συνώνυμα, διαπίστωσα ότι το «ξυρίζει» το αναφέρει η Mes στο τσάφι. Μήπως να έμπαινε στον ορισμό η πάσα;