Δηλώνει αιθέρια ύπαρξη, με περίσσια κάλλη που συνήθως προσδίδει εμπειρία στον σεξουαλικό τομέα.

Αν και κατά κύριο λόγο απευθύνεται στην γυναίκα (όπως αναφέρει και το Βικιλεξικό: θαυμαστική προσφώνηση προς όμορφη γυναίκα) οι αναφορές στον άντρα είναι τόσες που τείνουν τελικά να υπερισχύσουν.

Μπορεί να συναντηθεί με το υποκοριστικό «μαναράκι» που φανερώνει μια πιο ανάλαφρη κατάσταση και απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες, ενώ κλασικό είναι και το υπερθετικό «μανάρα» (κάτι που φέρνει εύκολα στο νου μας τα γνωστά λάγνα κόμικς του ομώνυμου καλλιτέχνη), όπου τα «α» δύναται να είναι παρατεταμένα (πχ: μααανάαααρααα).

Επίσης μπορεί να συναντηθεί ως μια απλή προσφώνηση δημιουργώντας μια αρκετά οικεία ατμόσφαιρα, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά περιπαίζοντας τον λήπτη του λήμματος.

Πρόκειται για λέξη που διαδόθηκε ευρέως τις δεκαετίες των '80 και '90 κυρίως μέσω βιντεοταινιών (VHS). Στις μέρες μας τείνει να εκλείψει.

  1. - Σ' αρέσω με το καινούριο μου μίνι;
    - Μανάρι μου! είσαι και πολύ παιδί!

  2. - Ντρέπομαι! Ντρέπομαι! Ντρέπομαι!
    - Ησύχασε μανάρι μου, μη κάνεις έτσι. Όλα θα πάνε καλά!
    - Το καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ πια να την κοιτώ στα μάτια!
    - Ε, να την κοιτάς στο στόμα!

  3. - Όπα! Μάγκες, έπεσε ο γενικός! Δε βλέπω τη μύτη μου!
    - Ok! Ok! Χαλαρώστε, έπιασα το κερί!
    - Αυτό που έπιασες μανάρι μου γλυκό δεν είναι το κερί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
PUNKELISD

Ξέρω, ξέρω, ponyro «[I]Μια ιδέα ρίχνω [...] ίσως θα ήταν καλύτερα να μην το ανέβαζες - λέμε τώρα.»

Εν προκειμένω, το ΛΚΝ λέει:

μανάρι το [manári] O44 : 1. (λαϊκότρ.) αρνί, κατσίκι ή μοσχάρι που το τρέφουν ειδικά, επειδή το προορίζουν για σφάξιμο· θρεφτάρι: Bόσκω / ταΐζω το ~. Σφάξαμε το ~ για να γιορτάσουμε το Πάσχα. 2α. (μτφ.) για αγαπημένο πρόσωπο, ιδίως ως χαϊδευτική προσφώνηση. β. ως θαυμαστικό επιφώνημα σε ωραία, άγνωστη γυναίκα. μαναράκι το YΠOKOP. μαναρούλι το YΠOKOP. μανάρα η MEΓEΘ στη σημ. 2β. [ίσως μάν(α) -άρι· μανάρ(ι) -ούλι· μανάρ(ι) μεγεθ. -α][/I]

...και δε θα διαφωνήσω, αλλά... δε ξέρω, το ψάχνω.

#2
Mr. Cadmus

Μπορείς να το σώσεις τονίζοντας ότι ο εν λόγω χαρακτηρισμός έχει αφορά πλέον αποκλειστικά και μόνο θηλυκές υπάρξεις, καθώς και γυναίκες πλέον αποκαλούν άντρες μανάρια, μαναράκια, μανάρες, κλπ.

Λέω τώρα εγώ, μπας και σώζεται έστω οριακά...

#3
Mr. Cadmus

Παρόραμα: σβήνουμε το έχει και αντικαθιστούμε με δεν, τουτέστιν «... δεν αφορά πλέον αποκλειστικά και μόνο θηλυκές υπάρξεις...» (ότι να'ναι πληκτρολόγηση):Ρ

#4
jesus

ουδείς λόγος να δικαιολογείσαι, πάνκη, το πρόβλημα είναι ο μονολεκτικός (επαν)ορισμός ήδη καταγεγραμμένων λέξεων, που δεν προσφέρει κάτι παραπάνω απ' ό,τι το συμβατικό λεξικό.
αν ήταν έτσι, θα σβηνόταν κ ο μαλάκας...

#5
Khan

Και ο μούναρος, ακόμη και η μουνοθύελλα (την έχει ο Μπάμπης).

Νομίζω πιο πολύ με τα ξενικά είναι το θέμα. Αν ανεβάσω μία τούρκικη λέξη ή μια αγγλική ή γαλλική που την έχει το Λεξικό είναι ανόητο, ενώ αν δεν την έχει και λέγεται μπορεί να είναι σημαντικό.

#6
soulto