Να μην μπερδεύεται με το λήμμα κουράδας.

  1. Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Το κινούμενο βουνό από κρέας. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε σε άνδρα. Ο τύπος κουραδού, για μια γυναίκα, είναι σαφώς σπανιότερος, αλλά και πολύ περισσότερο υποτιμητικός-προσβλητικός.

Εννοιολογικά αναλύεται ως εξής: ο χοντρός άνθρωπος τρώει πολύ. Αυτός που τρώει πολύ, χέζει πολύ. Άρα, κάνει πολλές κουράδες. Επομένως, κουραδάς ίσον χοντρός.

  1. Ο αργοκίνητος, ο δυσκίνητος άνθρωπος. Κατά πάσα πιθανότητα είναι και γεματούλης έως και χοντρός, αλλά δεν είναι απαραίτητο.

Εννοιολογικά μπορούμε να πούμε ότι εκ των πραγμάτων ο υπέρβαρος είναι πιο δυσκίνητος σε σχέση με τον μέσο άνθρωπο. Από την φυσική γνωρίζουμε ότι μεγαλύτερη μάζα σημαίνει μεγαλύτερη αδράνεια. Με τον όρο Αδράνεια, στη Φυσική, ονομάζεται η χαρακτηριστική ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται στην οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης.

  1. Από τον δεύτερο ορισμό του κουραδά προκύπτει και μια καινούρια σημασία της λέξης κουράδα.
  1. Τάκης: - Αμάν ρε φίλε τι κουραδάς είναι αυτός πάνω στο μηχανάκι;
    Μάκης: - Δεν λες τίποτα φίλε, του έχει στραβώσει τα ζαντολάστιχα!!!!
    Τάκης: - Την τερματίζει τη ζυγαριά άγρια!!!!
    Μάκης: - Μωρέ της πετάει τα μάτια έξω!!!!

  2. - Μωρή κουραδού κάνε στην άκρη, μου κρύβεις τον ήλιο και κρυώνω!!!!

  3. - Άντε ρε κουραδά, πάρε τα πόδια σου, νυχτώσαμε!!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία