Προσφώνηση συνώνυμη των φίλος, μεγάλε, αρχηγέ, μάστορα, και ταλιμπάν, αλλά με ελαφρώς ειρωνική χροιά.

Eκ του τσιμπώ > ἐμπίς (κουνούπι) / ἐμπίζω. Ο τσιμπητός παραπέμπει στην εγγύτητα, αλλά όχι με την καλήν έννοια.

- Έλα τσιμπητέ μην τσαντίζεσαι... το πρόβλημά σου ποιό είναι τότε; Δε γουστάρεις να βλέπεις μουσουλμάνους στο δρόμο; Γιατί θα σου φάνε τη γκόμενα ή θα σου πάρουνε τη δουλειά σου;
(εδώ)

- Τσιμπητε, μπηκα στα blogs σου και ειδα οτι εχεις ξεσκισει για τα καλα τους νομους περι προσωπικων δεδομενων και πνευματικης ιδιοκτησιας! (εκεί)

- Αν είναι να γίνω σαν κι εσένα τσιμπητέ χίλιες φορές αγράμματος.
(παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
johnblack

To ήξερα μόνο ως φιλολογικής χρήσης, π.χ. σε κόμικς.. Καμιά ιδέα για προέλευση; Έχει σχέση με το τσιμπάω ή είναι καμιά σλαβιά / αλβανιά;

#2
iwn

Υπάρχει και ο τσιμπητοκολητός.

#3
Vrastaman

Θαρρώ εκ του τσιμπώ > ἐμπίς (κουνούπι) / ἐμπίζω. Ο τσιμπητός μἀλλον παραπέμπει στην εγγύτητα, αλλά όχι με την καλήν έννοια...

#4
iron

το τσιμποκολλητό παίζει; ή, ακόμα πιο ωραία, το τσιμπουκοκολλητό;

#5
iwn

το τσιμπουκοκολλητό κάνει παρήχηση.
το τσιμποκολλητό- ός εμπεριέχει ασάφεια ως προς το τσιμπούκι η τσιμπώ.
Ο τσιμπητολλητός έχει και ρυθμό και ιαμβικό μέτρο.