(Μεταφορικά) Πάρα πολύ, υπερβολικά, τα πλείστα.

kantar = καντάρι, είδος ζυγαριάς, < kantarci = κανταρτζής, ζυγιστής

  1. Έφαγε ξύλο με το καντάρι.

  2. Έβρεξε με το καντάρι.

  3. Λέει τις μαλακίες με το καντάρι.

  4. Πουλάς τρέλλα με το καντάρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
dryhammer

Επί μεγάλης ποσότητας δεν σημαίνει τη ζυγαριά αλλά το βάρος ενός κανταριού (1 καντάρι ή1 στατήρας = 44 οκάδες = 56,32 κιλά). «Εκατό καντάρια ξύλο έφαγα μέχρι να μάθω την προπαίδεια» έλεγε ο παππούς

#2
donmhtsos

Θα προσθέσω το "χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μες τη λίμνη για να γλυκάνει το νερό να πιεί η κυρα-Φροσύνη", που αναφέρεται στην κυρά-Φροσύνη, που έπνιξε ο Αλή-πασάς στη λίμνη των Ιωαννίνων.

Επίσης την Ισπανική έκφραση "llueve a cántaros" που στην κυριολεξία σημαίνει "βρέχει με το κανάτι". Από το cántaro, λοιπόν, είναι πιό πιθανό να προήλθε και η δική μας έκφραση "βρέχει με το καντάρι", καθότι το καντάρι είναι μέτρο βάρους και δεν αναφέρεται σε υγρά.

Τέλος θ'αναφέρω και το αίνιγμα που λέγαμε μικροί στην Κύθνο:

"-Αντιπατώ στ' αρχίδια μου και στήνεται η ψωλή μου. Τι είναι;

-Το καντάρι."