Ο αργόστροφος, ο βλαξ, ο χαζός, ο μωρός, ο ηλίθιος, o ξεκούτης, ο ξεμωραμένος, ο σερσέμης, ο ανόητος, ο αχμάκης, ο χαζούτσικος, ο τοκ-τοκ κλπ..

Και μπουνάκης, μπουνάκας, μπουνάκλας, μπονάκης.

Παίζει και το ρήμα συνήθως σε αόριστο, «μπουνακλάντισα», με την έννοια ότι εξουθενώθηκα, ταλαιπωρήθηκα, πρήχτηκα, κουράστηκα, χάζεψα.

Επίσης «μας μπουνακλάντισες», δηλαδή μας έπρηξες, μας κούρασες, μας χάζεψες , μας ταλαιπώρησες, μας κούρασες.

Από το τούρκικο bunak που εννοεί κάτι σαν τη γεροντική άνοια.

  1. - Δεν παραξενεύομαι καθόλου μ αυτά που σου είπε, γιατί ξέρω τι μπουνακλάκης είναι.

  2. Η Λάουρα: - Ίσα ρε μπουνακλάκη, που θες να μας πάρεις νυχτιά με 50 ευρώ.

  3. - Πω Πω, πολύ κουραστικός είσαι μωρ' αδερφάκι μου, μας μπουνακλάντισες.

  4. Από το πρωί, όλη μέρα τρέχω στις υπηρεσίες, ανέβα-κατέβα, αμάν πια, μπουνακλάντισα.

(από iwn, 19/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

αχ πόσο παιδεύτηκα πρωινιάτικα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το λήμμα λάθος, «μουνοκλανάκης» έβλεπα -κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το σωστό...

#2
Vrastaman

Ορκίζομαι στο λόγο της αρρενωπής μου τιμής ότι ετοιμαζό-μουνα να αναρτήσω το ίδιο ακριβώς σχόλιο!!!!!!!

#3
iron

εσύ μη μιλάς, μου έχεις κολλήσει το «εν κατακαυλείδι» και δε σου το σχωρνάω...

#4
iron

και μουνακλάκης διαβάζεται, επίσης.

#5
gaidouragathos

Κι εσύ βρε άιρον που μου κόλλησες το [w=mounoklani_7987#] μουνοκλάνι [/w]του κνάσου, τι να σε κάνω; Άλαλα τα χείλη των ασεβών...

#6
GATZMAN

Κι ο μπουμπουνα κλάκης, ενα κλίκ πιο πέρα, ετς;

#7
tweengoofy

Πρώτη φορά βλέπω τον ορισμό Συνήθως χρησιμοποιείται (μπουνακλάντι--σα) με την έννοια χάζεψα, τα σασούρντ-ι-σα,δεν ξέρω τι μου γίνεται