Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ την ιταλική ρίζα sfogli-. Στα ιταλικά sfogliare σημαίνει αφαιρώ φύλλα, μαδώ πέταλα, ξεφυλλίζω, ρίχνω μια ματιά. Εξού κι η σφολιάτα.

Σημαίνει:

  1. τέχνασμα χαρτοκλέφτη (σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη),

  2. απάτη, «μου βγήκε μούφα/ φόλα/φέσι/σκάρτο»,

  3. για πρόσωπα: απατεώνας, λαμόγιο, κομπιναδόρος.

  4. Υποτιμητικά δηλώνει κάποιον ή κάτι που δεν αξίζει την προσοχή, τη μισή μερίδα, την ασχημούλα γκομενίτσα.

  5. για καταστάσεις, κυρίως στην έκφραση τρώω σφόλι σημαίνει: ταλαιπωρούμαι, χώνομαι τα μάλα, γειώνομαι απότομα, παθαίνω νίλα μεγάλο κάζο, πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος, μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, έσπασα/μου 'πεσαν τα μούτρα μου, βρίσκω το μάστορά μου, την έφαγα σα πούστης.

  6. στις εκφράσεις: πετάω/ρίχνω ένα σφόλι/σφόλια, με πήρανε τα σφόλια, τον αρχίσανε στα σφόλια σημαίνει την προκλητική κουβέντα, το έμμεσο χοντρό πείραγμα, πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές, κουλαντρίζω, τσιγκλάω.

Εδώ όμως το πείραγμα έχει κοινό (συχνά «με λυμένο το ζωνάρι για καυγά») που δε στέκει θεατής αλλά (μπορεί και) νά ‘ναι συνένοχο και συνεργός, οπότε πέφτει σφολοχάλαζο / σφολοβρόχα, με σκοπό να «την ανοίξει» στο θύμα με το οποίο έχει προηγούμενα (αλλού στο σάη ο Hodjas το περιγράφει μια χαρά, αλλά το σφόλι έπρεπε χωρίς «» και χωρίς το «έμμεσο»).

Αν πάλι σε πάρουνε τα σφόλια, ο στόχος ήταν άλλος, αλλά εσύ «είχες τη μύγα και μυγιάστηκες» κι «άστραψε ο κώλος σου», οπότε πέφτει (επιπλέον) και το γέλιο της αρκούδας.

  1. Στα Γιάννενα η «μπουγάτσα» τυλίγεται σε φύλλο και όχι σε σφόλια (σφολιάτα). Προσφέρεται σε δύο παραλλαγές: τυρί και κρέμα.
    (απ’ το δίχτυ)

  2. …ρε συ πονηρόπουλε που πήρες και 2 κράνη και ζΗτω και ΟΥαΟ και μας άνοιξες τα μάτια και μας έδειξες ότι μας κλέβει ο βιφιρις άμα πάω εγώ και πάρω από το σάιτ που λες και φάω κάνα σφόλι και δε πάρω κράνος και και και και ΝΑ ΡΘΩ ΑΠΟ ΚΕΙ ΝΑ ΜΕ ΔΩΣΕΙΣ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΟΥ ΠΙΣΩ;;;;; (από μπλογκ)

  3. - Να δεις αδερφάκι μου τι σφόλια είναι όλη η γαμημένη φάρα τους: για ‘να μερεμέτι ούτε δυο μισάωρα, με φραπεδιές και έτσι, μου ‘ραψαν ένα κουστούμι, μου βγήκε ο κούκος αηδόνι.
    - Έε καλά. Το ‘παμε. Ποιος είν’ ο καλύτερος μεζές;
    - Ποιος;
    - Συκωτάκια μάστορα στη σούβλα.

5α. Πάντως ΕΛΔΥΚάς δεν είναι άσχημα. Τον πρώτο καιρό τρως ένα σφόλι, αλλά μετά δε διαφέρει και πολύ από μια μονάδα στην Ελλάδα. Αρκεί να μην είσαι γκαντέμης και σε στείλουν ΕΦ (προσαρμοσμένο απ’ το δίχτυ)

5β. Ο Ερνέστο αδικεί τον εαυτό του παίζοντας έτσι. Τον δικαιολογώ όμως. Το σφόλι που έφαγε από την Ανόρθωση τον έχει κάνει και παίζει συντηρητικά σε όλα τα δύσκολα ματς. Έχει καεί ο άνθρωπος από τότε και έχει το σύνδρομο του φόβου. (αγορασμένο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Μιτζνούρ

Εκτός από τη σφολιάτα, που προσωπικά δε βρίσκω να κολλάει και παρετυμολογούμε, σε όλες τις εφαρμογές πιο πάνω το σφόλι σημαίνει 'χτύπημα' (σμπόλι - μπαπ!) και συνεκδοχικά 'αυτόν που σε χτύπησε', άρα τον απατεώνα, το ρεμάλι, το λέσι, τον ουτιδανό.

Προς επίρρωση των πιο πάνω, βρήκα αυτό (stixoi.info) όπου το σφόλι έχει θετική σημασία:

Οκρίβαντας αγγιγμένος με μαγνάδι η ζωή
μ' αγκούσες και ζαλίκια για κανίσκια.
Γαρμπίλια απ' τα πλεμάτια αποδράσανε
κι εγώ το θάνατο συμβεβηκό συνέτυχα με μια ρετσέτα.
Μα ακόμη άνηβος, ακαλίγωτος!
κι έτσι με αρίφνητα αποπιόματα και με ένα σφόλι,
ξεγλίστρησα απ' το ξόδι μου!

Με τα φτωχά ελληνικά μου θα προσπαθήσω να το ερμηνεύσω. Προφανώς εννοεί: Ο οκρίβαντάς του είναι ελαττωματικός και δεν στοχεύει καλά ή μακριά το κανόνι του.
Ότι η ζωή είναι μαγνάδι (νήμα, σειρά ουσιαστικώς αδιάφορων γεγονότων, τη λ. την ξέρω από τον Ερωτόκριτο, όπως και το 'αρίφνητα' που λέει πιο κάτω) που έχει ως δώρα, (δηλαδή δεν προσφέρει παρά) αγκούσες και ζαλίκια (φορτώματα από το ρουμελιώτικο, τουλάχιστον, ζαλώνομαι, κουβαλάω κάτι στην πλάτη). Ο επόμενος στίχος πολύ με προβληματίζει. Γαρμπίλι ξέρω πως είναι τα χαλίκια που βάζουν στο μπετόν. Πώς αυτά αποδιδράσκουν (καλό;) απ' τα πλεμάτια (υποθέτω δεμάτια); Βέβαια ποίηση είναι δε λέω, κι επιτρέπεται ένας βαθμός αφαίρεσης. Ακολούθως, βρίσκει το θάνατο σε μια ιατρική συνταγή (ρετσέτα). Εντάξει... απάνιο αλλά δεν αποκλείεται. Ένας συνάδελφός μου κόντεψε να πάθει νεφρική ανεπάρκεια από την υπερβολική αντιβίωση για μια επίμονη ομολογουμένως προστατίτιδα.
Αλλά ήταν πολύ νέος και δεν το είχαν ακόμα καλιγώσει (πεταλώσει).
Τελικώς, κι αφού τράβηξε πολλά και σιχαμερά (αρίφνητα αποπιώματα) μ' ένα ΣΦΟΛΙ ξέφυγε από την κηδεία του (κατάφερε να μην πεθανει)