Ο σταλός ή και το σταλό, είναι το χρηματικό αντίτιμο στα τσιγγάνικα.

Συνώνυμα: μπαγιόκο, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, όβολα, τάλαρα, παράδες.

-Να πέφτει το σταλό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Τζίμπα και ένα λίνκ για το ομώνυμο Χανιώτικο παραλιακό χωριό

#2
poniroskylo

@iwn
Έχεις κάποια παραπομπή σε κείμενο με αυτή τη λέξη; Δεν την βρίσκω στο νέτι και δεν την βρίσκω σε λεξικά ρομανί.

#3
iwn

@poniro
είναι που οι τσιγγάνοι δεν βάλαν ακόμα ίντερνετ στο τσαντίρι.
:)

#4
iwn

Μπορείτε να την ακούσετε στο φυσικό της χώρο, εάν τον επισκεφθείτε.

#5
poniroskylo

@iwn Χαλάρωσε, μια αρώτηξη κάναμε. Αντί να ψάξεις εσύ, μ' έβαλες κι έψαξα κι άλλο εμένα - νταξ, δεν π'ραζ. Τη λέξη την βρήκα τελικώς ονλάιν και την παραθέτω κι εγώ στον φυσικό της χώρο ;-) [list] [*] Από εδώ [URL=http://www.ducatisti.gr/phpBB3/viewtopic.php;f=75&t=5928]http://www.ducatisti.gr/phpBB3/viewtopic.php?f=75&t=5928[/URL] Του Βαγκου του μπίκανε ψοίλη στ΄ αφτειά , κε πρήν ακουμπήση το [B]σταλό[/B], ( το μπαγιόκο ντε , τον μπαιρντέ ) , το πίγαι στον μαστροκόστα τον Βούλτεψη , που πέζι στα δάχτιλα τα μπιεσά , της μάτσουλες , τα χόρεξ κλπ, να του πί τη γνόμη του. [*] Από εδώ [URL=http://nikos63.blogspot.com/2008/07/blog-post_12.html]http://nikos63.blogspot.com/2008/07/blog-post_12.html[/URL] Πετάγεται αμέσως ο ένας τους στον τραγουδιστή τους και του λέει, «χάϊντε μπέ, τραγούδα όπερα να πάρουμε [B]σταλό[/B]*, λεφτάς φαίνεται..» (* [B]σταλό[/B]= χαρτούρα, φιλοδώρημα) [*] Από εδώ [URL=http://www.noiz.gr/index.php;topic=172459.130]http://www.noiz.gr/index.php?topic=172459.130[/URL] Καταλήγοντας βέβαια θα ήθελα αν μπορούσα να βρω το ένα όργανο, ώστε να παίζω σε όλες αυτές τις εκφάνσεις μου με αυτό θα το προτιμούσα. Με την προϋπόθεση ότι είχα και το αντίστοιχο [B]σταλό[/B] ή αντίτιμο, για τους ομιλούντας την καθαρεύουσαν, να το αποκτήσω. [/list] OK, στα δυο από τα τρία παραδείγματα η σημασία της λέξης είναι κάπως διαφορετική από αυτή που δίνεις στον ορισμό αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια. Σε λεξικά της ρομανί εξακολουθώ να μη την βρίσκω αλλά θα συνεχίσω το ψάξιμο, ποτέ δεν ξέρεις.
#6
HODJAS

Πολύ καλό λήμμα κι ο πονηρός κοίλος ανεβάζει πήχυ σάιτοστ με τις ρησερτσιές του...
;-)

#7
Vrastaman

Μήπως, λέω μήπως, έχει τελικά σχέση με τα στάζω;

#8
poniroskylo

@vrastaman
Κι εγώ το σκέφτηκα αυτό με το στάζω. Αν είναι σωστή η υπόθεση, θα σήμαινε ότι το σταλό δεν είναι τσιγγάνικης προέλευσης. Πράγμα που θα εξηγούσε γιατί δεν προκύπτει στα τσιγγάνικα λεξικά. Όλα αυτά καλά ακούγονται αλλά κρατώ μια επιφύλαξη α) γιατί μπορεί να έχει καταγραφεί ως τσιγγάνικο και απλώς να μην το βρίσκουμε και β) διότι ο iwn μπορεί να ξέρει κάτι παραπάνω από αυτά που έχει γράψει.

@hodjas
Τeşekkür ederim!

#9
Vrastaman

Το λεξικό αυτούνοβγάζει την λέξη štala (σταύλος) πράγμα που δεν βοηθάει να κατα-σταλάξουμε κάπου αλλά το αναφέρω περισσότερο για να επισημάνω το λύνξ :-)

#10
poniroskylo

Ε, ναι, αυτό είναι το καλύτερο λεξικό μακράν.

Υπάρχει και η λέξη στάλος = σκιερό μέρος που κάθονται τα πρόβατα το μεσημέρι, και ρήμα σταλίζω. Καμμία σχέση, όμως.

#11
Vrastaman

ΡΤΠ μου προκάλεσες και γαμώ τις φλασιές. To ποιμενικό «σταλίζω» τελικά έχει κοινή ρίζα με το αγγλοσαξονικό «to stall»!!!

Βουαλά και η απόδειξις!