Μια απ' αυτές τις λέξεις που πρόλαβαν άλλοι, αλλά που δεν τις λες και δόκιμες (αν δεν ήσουν η Σαπφώ, δε θα λεγες «αφεντικό έχουμε πρεμούρα;», θα 'λεγες πχ «το θέμα αποτελεί προτεραιότητα;» ή κάτι τέτοιο) - θυσιάζομαι λοιπόν για το καλό της επιστήμης και την πληρότητα του σλανγκρ.

Πρεμούρα λοιπόν (από το ιταλικό premura = βιασύνη) είναι:

  1. Σε φάση «με πιάνει πρεμούρα»:
  • Η υπερβολική βιασύνη, η ανυπομονησία, η ένταση και τσίτα λόγω έλλειψης χρόνου. Σαν να λέμε, με έχει πιάσει τώρα (συνήθως σε πιάνει ξαφνικά αυτό το πράμα) και θέλω άμεσα να φύγω / να τρέξω / να πάρω αυτό που θέλω, τώρα θέλω όχι τώρα, τώρα..
  • Η τρελή επιθυμία, η ασυγκράτητη λαχτάρα, τ. «το θέλω, τελεία και παύλα».

    1. Σε φάση «παθαίνω πρεμούρα»: παθαίνω σοκ / κολούμπρα / ζημιά / τραμπάκουλο.

Τα κάλυψα;

  1. Εδώ: Μην περιμένετε υπερ-ψαγμένες αμπελοφιλοσοφίες: απλές καθημερινές καταστάσεις που λίγο-πολύ έχουμε βιώσει όλοι. Η πρεμούρα πριν το πρώτο ραντεβού, η αβεβαιότητα του αν θα σε ξαναπάρει τηλέφωνο μετά την πρώτη φορά, ο έρωτας, ο ενθουσιασμός, ο γάμος, ο έγγαμος βίος, στιγμές πλήξης, τρόποι για να ανανεώσεις το ενδιαφέρον, η «δραματικότητα» του χωρισμού.

  2. Εδώ: Απο την στιγμή που αντελήφθη τί πράγματι πολιτική ιδεολογία έχω, έπαθε πρεμούρα και τραμπακουλο........

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

κάπου συνώνυμο είναι και η κωλοπιλάλα.