1. Πηγαίνω πεζός, περπατώντας, βαδίζοντας, οδοιπορικώς, με τα πόδια.

Στις μετακινήσεις μας υπάρχουν ενίοτε συντομότερες διαδρομές, αδιάβατες για οχήματα, όπου μόνο πεζός μπορεί κανείς να τις ακολουθήσει, μειώνοντας την απόσταση (κόβει δρόμο). Προφανώς, στη συνέχεια, το «κόβω με τα πόδια» απέκτησε μια οικουμενική σημασία για την πεζοπορία γενικότερα.

Συνώνυμα: πεζό δύο.

  1. Η έκφραση απαντάται και στην ποδοσφαιρική-αθλητική ορολογία με τελείως διαφορετική σημασία όπως:

Ανακόπτω, εκτρέπω τη πορεία της μπάλας με τα πόδια.
Ανακόπτω, ανατρέπω αντίπαλο παίκτη, λακτίζοντας τον με τα πόδια.

  1. - Σ' εκείνη την ταβέρνα μας έγδαρανκανονικά, δεν μας έμεινε φράγκο ούτε για ταξί, κι έτσι στο γυρισμό τη κόψαμε με τα πόδια.

  2. Ραδιοφωνική περιγραφή:
    - Ο Γιούτσος πέφτει και κόβει με τα πόδια τη πάσα του Λουκανίδη και κατεβαίνει μόνος τώρα.
    (ακούγονται οι ιαχές: Έμπαινε Γιούτσοοοο!!!.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

για το 1, λέμε και «με το πόδι».