Καινούργιο συκώτι κάνεις (μεταφορικά) όταν διασκεδάζεις και γελάς με ούλη σου την καρδιά με κάτι που είδες, άκουσες ή και που αισθάνθηκες (πχ γαργαλητό).

Παρεμφερή: άνοιξε το φυλλοκάρδι μου, έγινε κήπος η ψυχή μου.

Και γαμώ τα γέλια, μου έκανε το συκώτι καινούργιο η μαλακία που πέταξες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Νομίζω είναι τουρκομερίτικο. Στη Μικρασία έλεγαν κάνω καινούριο τζ(ι)γιέρι με την γενικότερη έννοια χαίρομαι, απολαμβάνω, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι.

#2
patsis

Και απλούστερα, "κάνω συκώτι".

Από τσατ:
- χαχχαχχχαχα
- Ωχ μαλάκα, συκώτι έκανα