Λέξη pas tellement slangue, η οποία όμως αποτελεί πατέντα του Ελληνικού Στρατού και δεν υπάρχει στα περισσότερα λεξικά. Σημαίνει τον φαντάρο που δεν έχει κουμπώσει όλα τα κουμπιά της στολής του και αποτελεί υπεραστισμό/ υπερδιόρθωση για το ακούμπωτος, που δεν είναι αρκούδως επίσημο και ψαρωτικό για τα γούστα των καραβανάδων. Πρόκειται, όπως επισημαίνει και ο Άλλος εδώ για καθαρευουσιανοειδή τραγέλαφο. Το αστείο της λέξης την έχει καθιερώσει και εκτός στρατού για κάποιον που είναι ξεκούμπωτος και γενικότερα μη προβλεπέ, λ.χ. στη νυχτερινή έξοδο. Συναφή και τα ασκεπής, ακάλυπτος και αξούριστος κι αγυάλιστος.

  1. Αμα σε απογειωσω ρε γιωτομπαλε που εισαι ασκεπης ακομβιωτος και αγυαλιστος θα σου πω εγω.
    Και να πας να πεις στον Προσωπαρχη να σου ακυρωσει την αδεια των Χριστουγεννων και να την δωσει στον παλιο που μετραει μονοψηφιες και εχει αρχισει να κολλαει τιμητικες για την απολυση. (Εδώ).

  2. Εμεις γραβατα το πρωι, γραβατα το βραδι. Δεν μπορεις δηλαδη, αν δεν παρακολουθησεις συγκλονιστικες στιγμες τεχνης όπως την ερμηνεια του Ματθαιου Γιαννουλη ή την καταθεση ψυχης του Σταματη Γονιδη, δεν μπορεις να μπεις ακομβιωτος και αναγραβατος. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία