Μία λέξη που που ζυγίζει τόνους. Μία λέξη προσβλητική όσο δεν πάει παραπέρα. Αυτή η λέξη λέγεται μόνο σε εξαιρετικά συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν αναφερόμαστε σε ξεσχίστου τύπου γκόμενες ή σε σκύλες ανέραστες που γαμιούνται με πολύ λαό και, από τον πολύ πούτσο, τσιγάρο και ξενύχτι, η φάτσα τους έχει πάρει την κάτω βόλτα. Χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι είναι άσχημες.

- Καλά ρε τι μουνί ήταν αυτό δίπλα μας στο bar;
- Α μωρέ και εσύ όλες τις χυσομούρες κοιτάς που γαμιούνται σαν σκυλιά και έχουν περάσει από 30 χέρια!

Το Cif είναι ο φίλος της καλής νοικοκυράς (λινκ ντε) (από Khan, 04/02/11)Γιουσομούρια. (από patsis, 09/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Σημαντικό λήμμα, αλλά ρε γμτ γιατί να στιγματίζουμε αυτές τις καλές κοπέλες που δέχονται πιο κίνκι σεχ, αντί να στιγματίζουμε τις συμβατικές, όπως θα έπρεπε- λέωγωτώρα;

#2
tasurmata

file mou khan den exeis ki adiko.alla ti perimeneis poutana koinwnia kai kakoi anthrwpoi.apo mia apopsh an den yphrxan autes polloi antres thaxan meinei akoma me thn palamh tous alla apo thn allh apopsh an den uphrxan autes oi anerastes oloi oi antres thatane eutuxismenoi kai kanenas den tha taleporiotan sta bar pinontas kai stis fulakes....thelw na mou peis ama eimai swstos

#3
tasurmata

exeis kai ena dikaio hthela na pw sthn arxh ***

#4
jesus

όχι γκλρήκλις, παρακαλούμε.

#5
Vrastaman

Symfono me Khan

#6
Galadriel

Το ο με w μωρέ, είσαι και μοντ :P

#7
jesus

έχει κ καθήκοντα τρολλ όμως. να τον πούμε trod ή ίσως moll;;

#8
iron

ρε κχαν, τι ρωτάς και συ! αφού μέρος της κάβλας είναι και η υποτίμηση ντε! το μισό σεξ αν όχι όλο είναι σεξουσία.

#9
patsis

Κάτω οι πάνω και πάνω κανείς!

#11
MXΣ

Καταλαβαίνω ότι από το πολύ ποτό, τσιγάρο και ξενύχτι ή φάτσα κάποιων κυριών αλλά και κυρίων -να μην ξεχνιόμαστε- όντως γίνεται σαν Ε2, ιδίως μετά από κάποια ηλικία (εχμ, εχμ, γκούχου-γκουχ... κρύωσα ρε γαμώτη...)... Από τον πέοντα όμως, γιατί;

Ίσα-ίσα που το σεξ είναι αναζοωγονητικό και επίσης έχω ακούσει ότι το σπέρμα κάνει καλό στο δέρμα.

Αντώ-φυλο: ψωλομούρης;