«Κάνω οχτάρια» σημαίνει οδηγώ ή παραπατώ σε βηματισμό που θυμίζει το σχήμα 8. Γιατί είναι αδύνατο να πάω ίσια.

Οφείλεται στο μεθύσι ή σε ζάλη. Όταν αφορά την οδήγηση, είναι αποτέλεσμα κάποιας λανθασμένης (ή ξεπίτηδες καγκούρικης) κίνησης.

Με ρώτησε η μάνα του αν ήπιε πολύ χθες ο γιος της, τι να της πω, ότι είχε γίνει ντίρλα και παραπάταγε και έκανε οχτάρια, και ότι τελικά πήρα εγώ το αυτοκίνητο αλλά το στουκάραμε στη μάντρα; Ε της είπα ότι φταρνίστηκε και του ξέφυγε το τιμόνι.

(από Khan, 07/02/12)Στο 1.00, "για σένα κάνω στην άσφαλτο οχτάρια", ούμπερ ποίηση Αντύπα. (από Khan, 07/02/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Λέγεται και μεταφορικώς, όταν κάποιου η πορεία ζωής δεν ακολουθεί ευθύγραμμη πρόοδο, αλλά χαρακτηρίζεται από αμφιθυμίες, εξωτερικές απρόβλεπτες ανατροπές και εμπόδια, χτυπήματα της μοίρας, που τον αναγκάζουν να πηγαίνει λίγο μπροστά και πολύ πίσω, αλλά δεν τα παρατάει, οπότε το ξαναπαλεύει να προοδεύσει. Το έχω ακούσει σε καζαντζίδικες εκφράσεις, τ. «αλλά μην σε απασχολώ τώρα με τα οχτάρια της ζωής μου».