Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από ξενέρια, με κοινό παρανομαστή τα θαλασσινά.

Αφενός, έτσι αποκαλούμε ένα σχετικά ρηχό και διαυγές σημείο στην θάλασσα (συνήθως περιβεβλημένο από βραχάκια) όπου ξενερίζουν τα ψαροχτάποδα. Πρόκειται για την χαρά του ψαροντουφεκά.

Αφεδύο, και κάπως σλανγκοπρεπέστερα, ξενέρι αποκαλείται o εντελώς τελείως ξενέρωτος και ξενέραστος, ή το ξενέρωμα περ σε.

- Την εποχή αυτή που τα νερά είναι αρκετά κρύα, όταν έχει λίγη θολουρίτσα, διαλέγουμε ένα ρηχό σημείο το οποίο σε μια απόσταση γύρω στα 10-15 μέτρα από την ακτή να έχει κάποιο ξενέρι. Εμείς ακριβώς πάνω στο ξενέρι και με το όπλο στραμμένο στην ακτή περιμένουμε τα λαβράκια να εμφανιστούν. (εδώ)

- Έχω ξενέρι πρωθυπουργό, ούτε καπνίζει, ούτε παίζει προ.
(Τζίμης Πανούσης, αναφερόμενος προ διετίας στον Κωστάκη Καραμαναλή. Διαχρονικότατο, καθώς ισχύει και για τον Τζέφρι)

- Παλι καλα που φαγανε ενα καλο ξενέρι οι ισπανοι γιατι μεχρι τωρα ειχανε ξενερώσει ολο το κοσμο αντιστοιχως με τα λα μπομπα και τα λα μπομπιτα.
(παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία