Αποστομωτική ατάκα που αυτονομήθηκε από το γνωστό ανέκδοτο:

- Γιατί γλείφει τ' αρχίδια του ο σκύλος;
- Γιατί μπορεί!

Συνώνυμο του «μαγκιά του», εκφέρεταιτόσο επιτιμητικά όσο και υποτιμητικά.

Ασίστ: Ζανουάρ.

- Ρε μαλάκα γιατί πήδηξες τη Σέμη; Σου είχα πει οτι πάω να φτιάξω κατάσταση.
- Γιατί Μπορώ φίλος.

- Ρε μαλάκα γιατί να λαδώνει ο Κόκκαλης τους διαιτητές και να παίρνει αβαβά τα πρωταθλήματα; - Επειδή Μπορεί αγόρι μου γλυκό.

(αμφότερα και τα δυο του Ζανουάρ, δαμαί).

- Ο Γκλέτσος φοράει original Louis Vuitton. Γιατί μπορεί. (τζιαμαί)

- Γιατί ο Βράστα να κάνει μοντουλοκατυνιές, ενώ εγώ να ξευτιλίζομαι με το παραμικρό λαθάκι;
- Γιατί μπορεί γλυκό μου αγόρι...
(Χάνκων, πουτσιαμαί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Μπράβο που το έβαλες! Επιφυλάσσομαι για μελλοντική σεντονάρα στα σχόλια.

Πάντως προτιμώ το γιατί μπορεί.

#2
Vrastaman

#3
Khan

- Γιατί ο Βράστα να κάνει μοντουλοκατυνιές, ενώ εγώ να ξευτιλίζομαι με το παραμικρό λαθάκι;
- Γιατί μπορεί γλυκό μου αγόρι...

#5
johnblack

  1. βράστα έχω κάποιες επιφυλάξεις ως αναφορά την προέλευση.

  2. κηαν νομίζω το «συμβολική» πλεονάζει στο «προτύπωση».

  3. Υφίσταται και ως νικ, με ένα σερτς στο φβ ανακαλύπτει κανείς (πέρα από γκρουπάκια) τον Aris Epeidh Mporw, τον Stamatis Epeidh Mporw, τον Triantafyllos Epeidh Mporw και έτερους μαμιάδες.

#6
iron

Αυτό το τζιαμαί μου θυμίζει το περίφημο jamais jamais jamais jamais του Brian Ferry στο A song for Europe (στο 5:10)

#7
Vrastaman

Με το ρίσκο να να υποκύπτω σε φτηνό ποστχοκεργκοπροπτερχοκισμό, το ανέκδοτο το θυμάμαι από τα 80ηζ, πολύ πριν παιχτεί το «γιατί μπορεί» σε σόλο εκτέλεση...

#8
jesus

αυτό το post hoc heli copter hoc πολύ μου άρεσε.

#9
Khan

To σεντόνι (γιατί μπορώ):

Η πολύ σπουδαία αυτή φράση με έχει απασχολήσει φιλοσοφικώς, θα την ανέλυα ως εξής:

Θίγεται το θέμα της δυνατότητας και της ενέργειας/ενεργοποίησής της. Σε αυτό θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κάπως αριστοτελικως 3 σημεία:

  1. Φυσική δυνατότητα.
  2. Ενεργοποίησή της μέσω της ηθικής ή ιστορικής πράξεως.
  3. Ενέργεια, το υπαρκτό, αυτό που συμβαίνει.

Η φράση διαγράφει το 2, και δέχεται ένα πέρασμα από το 1 στο 3 χωρίς τη μεσολάβηση του 2.

Δηλαδή πολύ απλά διαγράφει την ηθική ενδεχομενικότητα, το ρίσκο της ιστορίας, αλλά και το απρόβλεπτο. Πρόκειται για έναν αμοραλιστικό κυνισμό.

Αυτά είναι ευκόλως εννοούμενα. Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι νομίζω ότι στην Ιστορία της Φιλοσοφίας το γιατί μπορεί το υποστήριξαν περισσότερο ιδεαλιστικά συστήματα παρά υλιστικά.

Εξηγούμαι: Η διερώτηση περί το γιατί μπορεί δύναται να διατυπωθεί ως εξής:

- Γιατί να συμβαίνει αυτό;
- Επειδή υπάρχει η δυνατότητά του.

Αυτό σημαίνει ένα απευθείας πέρασμα από την δυνατότητα στην ενέργεια χωρίς μεσολάβηση της ενδεχομενικότητας ενός απρόβλεπτου ιστορικού υποκειμένου. Στην Ιστορία της Φιλοσοφίας νομίζω χοντρικά ομιλώντας ότι κάτι τέτοιο έχουν υποστηρίξει κυρίως φιλόσοφοι που τονίζουν την δύναμη ενός ιδεώδους τέλους, το οποίο από την στιγμή που είναι δυνατό να υπάρξει, οπωσδήποτε θα υπάρξει. Λ.χ. αν είναι δυνατό να προχωρήσει ο άνθρωπος σε μία εφεύρεση ή σε μία κοινωνική αλλαγή, οπωσδήποτε θα προχωρήσει. Μιλάμε για συστήματα όπου μια τελεολογία του ιδεώδους ασκεί ακαταμάχητη επίδραση στο δρων υποκείμενο. Αυτή η τάση υπάρχει λ.χ. στον Αριστοτέλη, αλλά περισσότερο στον Χέγκελ, που λαμβάνει υπ' όψη του περισσότερο την ιστορική εξέλιξη, αλλά με τρόπο που η δυνατότητα οπωσδήποτε οδηγεί στην ενεργοποίησή της μέσα από ένα βέβαιο καπέλωμα της όποιας για ξεκάρφωμα αντίδρασης. Σημειωτέον ότι στον υλιστή Μαρξ αυτό το πέρασμα γίνεται πιο ενδεχομενικά, απρόβλεπτα και με συμμετοχή του δρώντος υποκειμένου (ατόμου ή περισσότερο τάξης) από ό,τι στον ιδεαλιστή Χέγκελ, αν και στον Μαρξ υπάρχει επίσης η λογική του γιατί μπορεί.

Εντέλει, θέλω να καταλήξω ότι η λογική του γιατί μπορεί οδηγεί στην φιλοσοφία σε συστήματα όπου το δυνατό ταυτίζεται με το υπαρκτό καταργώντας την ενδεχομενικότητα. Όμως η ταύτιση του δυνατού με το υπαρκτό έχει την συνέπεια ότι αυτοί οι φιλόσοφοι θεωρούν είτε ότι ζούμε στον καλύτερο από τους δυνατούς κόσμους, (όπως ο Χέγκελ), είτε στον χειρότερο από τους δυνατούς κόσμους, όπως πολλοί που πρόλαβαν να δουν τις καταστροφές από την τεχνολογία που είδαμε στους παγκοσμίους πολέμους και μετά. Και οι δύο, και η οπτιμιστική και η πεσιμιστική βερσιόν, ανήκουν στις γιατί μπορεί φιλοσοφίες, που κτγμ αποτελεί ένα τρεντ σκέψης πολύ διαδεδομένο (κακώς) στους θεωρητικολόγους φιλοσοφούντες. Εντέλει οπτιμισμός και πεσιμισμός συνήθως συναιρούνται: Το γιατί μπορεί σημαίνει ότι ο κόσμος μας είναι ο μόνος δυνατός κόσμος, είτε θεωρηθεί ως ο καλύτερος είτε ως ο χειρότερος δυνατός. Λ.χ. αν οι ΗΠΑ μπορούν να κάνουν πόλεμο στο Ιράκ, θα τον κάνουν γιατί μπορούν, το αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί είτε το καλύτερο δυνατό (Παξ Αμερικάνα και τα ρέστα παγωτά) είτε το χειρότερο δυνατό (φονιάδες των λαών Αμερικάνοι), πάντως ένας γιατί μπορεί θεωρητικόλογος μάλλον ντε φάκτο συναιρεί οπτιμισμό και πεσιμισμό. Γιατί μπορεί θεωρητικολόγοι είναι στην πράξη πολύ συχνά οι μικροαστοί που θέλουν να βρουν δικαιολογία για την απραξία τους. Ωστόσο, υπάρχουν και γιατί μπορεί σημαντικοί στοχαστές.

Στην εποχή μας που δεν έχουμε τον οπτιμισμό της εποχής του Χέγκελ, η γιατί μπορεί τάση οδηγεί μάλλον σε πεσιμιστικές δυστοπίες. Λ.χ. η Τουρκία θα φτιάξει πυρηνικό σταθμό στο Ακούγιου, γιατί μπορεί, οι τεκτονικές πλάκες θα κάνουν σεισμό 9 Ρίχτερ όπως στην Φουκουσίμα γιατί μπορούν, η Μεσόγειος θα γίνει ραδιενεργή και μη βιώσιμη γιατί μπορεί. Ή λ.χ. ο ηλεκτρονικός ολοκληρωτισμός τύπου Όργουελ θα γίνει πραγματικότητα, επειδή υπάρχουν οι τεχνολογικές δυνατότητές του, όπως ίσως και ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Με λίγα λόγια τον τύπο γιατί μπορεί σκέψης, στις μέρες μας τον εκδεχόμαστε μάλλον ως νόμο του Μέρφι παρά με την αισιοδοξία άλλων εποχών.

Εν κατακαυλείδι, στην φιλοσοφία το γιατί μπορεί είναι ένα τρεντ σκέψης που συνεπάγεται κατάργηση της ενδεχομενικότητας, είτε ως ηθικής πράξης, είτε ως ιστορικής, είτε με το άτομο ως συντελεστή είτε με μια συλλογικότητα, και λύση της θεοδικίας (=γιατί υπάρχει το κακό) με την πεποίθηση ότι ζούμε στον μόνο δυνατό κόσμο, είτε κάποιοι γουστάρουν να τον θεωρήσουν ως τον καλύτερο δυνατό, είτε (στις μέρες μας) ως τον χειρότερο δυνατό, είτε ως και τα δύο ταυτόχρονα.

#10
Vrastaman

#11
Khan

@ Τζόνι, η χρήση του γιατί μπορώ (Άρης γιατί μπορώ) που αναφέρεις είναι γαμάτη! Θυμίζει τα μετα-κουκουρίκουλουμ βιτάε του στυλ λ.χ. «ο Γιώργος Βέλτσος είναι ο Γιώργος Βέλτσος».

#12
johnblack

Κλασική μεταμοντερνιάρικη αυτοαναφορικότητα, ηγεμονία του σημαίνοντος, ειρωνεία.

Βλ. και το παλιακό (ψευτο)μαγκιόρικο πλεονάζον:

- Πώς σε λένε;
- Άρης με τ' όνομα.

Δηλαδή χωρίς το όνομα πώς θάταν; Κι αυτό τραβάει ανάλυση.

#13
iron

το γιατί έτσι μπορεί να θεωρηθεί αποπαίδι του «γιατί μπορεί»;

#14
Galadriel

γιατί και μπορέλι (νταξ)

#15
HODJAS

Γαμώ τα κείμενα, το Χάνκειο πόνημα!

Έχω κανα-δυο (μπορεί και τρείς) παρατηρήσεις:

Είναι καραναρκισσιστικά αξιωματική έκφραση, που αποδίδει ταυτολογικά (δηλ. λογικώς εσφαλμένα) παντοδυναμία στον λέγοντα, χωρίς οιανδήποτε παροχή εξηγήσεων ούτε ως προς την προέλευση της αυθεντίας, ούτε ως προς την αιτιώδη διαδρομή μεταξύ γνώσης-βούλησης-δυνατότητας και αποτελέσματος, ώστε να δύναται να ελεγχθεί η πληρότητα και εν τέλει η ορθότητα, της επαγωγής.

Νομίζω έχει semant-ική διαφορά, όταν αναφερόμαστε σε μια πράξη-παράλειψη που:

1) Έχει συντελεσθεί, 2) συντελείται εν τω παρόντι, 3) θα συντελεσθεί ή ενδέχεται να συντελεσθεί και 4) θα συνεχίσει να συντελείται.

Έτσι, έχει π.χ. είναι διάφορο το νόημα της απάντησης «γιατί μπορεί» στο υπό 1. παράδειγμα «γιατί πήδηξες τη Σέμη» δηλ. το έχεις ήδη πράξει, απο το υπό 2. παράδειγμα «γιατί να λαδώνει ο Κόκκαλης» δηλ. λαδώνει και θα λαδώνει εις το διηνεκές και απο το υπό 3. γιατί «φοράει Βουητόν» αυτήν την στιγμή.

Π.χ. στην 1η περίπτωση, δεν μπορεί να νοηθεί a posteriori ενδεχομενικότητα. Υπήρξε δυνατότητα, οι πραγματικές ενδεχόμενες συνθήκες ματαίωσης εξαλείφθηκαν ή υποχώρησαν one way or another υπέρ του βουλητικού της πραγμάτωσης του τότε απονεννοημένου ενδεχομένου και η ενέργεια είναι τώρα γεγονός.
Απλώς, η εσκεμμένα θολή και επιχειρηματολογικά συμπεπυκνωμένη γραμματική διατύπωση του «γιατί μπορώ» σε γεγονότα συντελεσμένα σε παρελθόντα χρόνο, αντί του ορθότερου «γιατί μπόρεσα» (να πράξω το συγκεκριμένο γεγονός υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις κατά τον Χ χρόνο), συνεφέλκει μιαν αύρα παντοτινής ισχύος (και μπόρεσα-και μπορώ-και θα συνεχίσω να μπορώ), που στην πραγματικότητα επικυρώνει εκ των υστέρων μιαν -εκ των προτέρων- άγνωστη έκβαση, ως δήθεν γνωστή (with the benefit of hindsight).

Στο παράδειγμα, που αναφέρεται σε μια παρούσα [στατική και μη εξακολουθητική] κατάσταση, οι όροι αλλάζουν.

Κατά τις τροπικότητες (γνώση, βούληση, δυνατότητα) που έχουν εφαρμογή και στον δικαννικό συλλογισμό (ιδίως στον έλεγχο της συνδρομής των όρων της αμέλειας – alias vel omnimodo facturus), το έξειμι είναι ισότιμα αναγκαία παράμετρος των άλλων δυο, αλλά δεν ισούται σε καμία περίπτωση με το βουλητικό στοιχείο.

Η διατύπωση της έκφρασης, θα έλεγε κανείς οτι συμψηφίζει την έννοια της βούλησης με την δυνατότητα (δύναμη), υπέρ της πρώτης: «Δεν υπάρχει δεν μπορώ-υπάρχει δεν θέλω» (where there’s a will-there’s a way), που λέγανε κι οι πατεράδες μας...

Όμως, αν ήταν έτσι, οποιοσδήποτε κατηγορούνταν π.χ. για εξ αμελείας τελούμενο αδίκημα, θα καταδικάζονταν και μόνον διότι γνώριζε και ήθελε το άδικο της πράξης του ή την δίκαιη ενέργεια στην οποίαν ώφειλε να προβεί και παρέλειψε, χωρίς να εξετάζεται αν μπορούσε πράγματι να προβεί ή να παραλείψει την υπό κρίση ενέργεια, αντιστοίχως.

Στα απολυταρχικά δε καθεστώτα, απαλείφεται ακόμα και ο όρος της ενέργειας αυτής καθ’ αυτής (τιμωρείται η εσωτερική διεργασία γνώσης-βούλησης άνευ δυνατότητας και κυρίως, άνευ πράξης)! Ο υπεραπλουστευτικός «Θρίαμβος της Θέλησης», ήταν άλλωστε το magnum opus του χιτλερισμού.

Σε προσωπικό επίπεδο (γιατί μπορώ εγώ):

Είναι γελοίο, κατ’ αυτόν τον τρόπο να κομπάσει κάποιος που μόλις έβαλε το γκόλ «γιατί μπορεί». Αν δεν το έβαζε, τί θα έλεγε; «Γιατί δεν μπορώ»;
Είπαμε οτι ο καλός παίχτης έχει και καλό ζάρι. Δεν είναι όμως πάντα καλός παίχτης αυτός που έχει καλό ζάρι. Άραγε, αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε αξιολογική κρίση, περί του τί εστί και ποιός είναι ο «καλός», για το οποίο θα πρέπει να αναπτυχθεί επιχειρηματολογία.
Ε, απλά ο «μπορώ», αυτοανακηρύσσεται σε σούπερ άτομο, άνευ ετέρου τινός.

Αν πάλι, ανέλυε τίμια και συστηματικά όλες τις πιθανές παραμέτρους της [συμπεπυκνωμένης επιχειρηματολογίας] έκφρασης, που συνετέλεσαν στην πραγμάτωση του σκοπού του, διαμορφώνοντας απρόσωπο κανόνα, τότε θα κατέληγε στην ευτράπελη γενικολογία «αν κάποιος υπό τις επικρατούσες συνθήκες, κατά τον Χ χρόνο, δράσει έτσι και η αντίδραση είναι έτσι, τότε μπορεί να φέρει το Ψ αποτέλεσμα». Δηλαδή, πιάσ’ τ’ αβγό και κούρεφτο. Ναι, αλλά έτσι χάνεται όλη η γλύκα της αυτοπροβολής...

Διάφορο είναι το ζήτημα, του πώς μπορεί να προεξοφλήσει κανείς την μελλοντική έκβαση ενός αποτελέσματος, απαλείφοντας [αυθαίρετα κατ’ εμέ] όλες τις στερητικές περιπτώσεις, προκειμένου να εκδοθεί καταφατική απάντηση για το ζητούμενο, το οποίον ο λέγων ούτως ή άλλως έχει θέσει ως σημείο εκκίνησης της σκέψης του (και πάλι λογικό και επιστημολογικό error). Βέβαια, στην περίπτωση αυτή υπάρχει και ο κίνδυνος εκ των υστέρων ρομποποίησης του λέγοντος, όταν διαψευσθεί απο το απρόβλεπτο αποτέλεσμα, που θα κληρώσει η αδυσώπητη πραγματικότητα...

Π.χ.
1. Οι παλιοί παίρνουν τις τσέπες απ’ τους νέους.
2. Εγώ είμαι παλιός.
3. Εσύ είσαι νέος.
4. Άραγε, εγώ θα σου πάρω τις τσέπες (γιατί μπορώ).

Εν Αλβιόνι, τέτοιου είδους αυθαίρετα λογικά κατασκευάσματα, κρίνονται κατεδαφιστέα με την υπέροχα απλή απάντηση: You can try

Σε απρόσωπο επίπεδο [γιατί (εγώ λέω οτι) μπορεί]:

Η ρήση «αν κάτι μπορεί να πάει προς μια κατεύθυνση θα πάει προς αυτήν», δηλώνει πρώτα απ’ όλα μονόδρομο, όχι μόνον αποκλείοντας την δυνατότητα να μην πάει προς αυτήν, αλλά την δυνατότητα να πάει ή να μην πάει και προς όλες τις υπόλοιπες πιθανές κατευθύνσεις και δη, χωρίς να μπαίνει καν στον κόπο να εξηγήσει το αιτιώδες ταξίδι, που θα οδηγήσει ή ήδη οδήγησε προς την επιλεκτικώς νοουμένη, συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Η συγκεκριμένη εμφατική έκφραση νομίζω οτι απηχεί αφ’ ενός μια νεομπλαζέ συμπεριφορά που όλο και πληθαίνει γεμιστά, κατά την οποία ο λέγων ουσιαστικά «παραιτείται» της εξήγησης αυτής της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ δυνατότητας-ενέργειας, είτε λόγω άγνοιας αυτής είτε λόγω κουρασοφανούς απαξίωσης (πού να σου εξηγώ τώρα) είτε εν τέλει λόγω αγωνίας μήπως και διαλάθει της προσοχής των άλλων.

Στην περίπτωση μάλιστα, που εκφέρεται κρίση περί αμετάκλητα χαραγμένης πορείας των πραγμάτων, που ανάγονται σε εξωτερικά του λέγοντος γεγονότα, τα οποία ούτε καν τον ωφελούν άμεσα, παρατηρείται η ελλοχεύουσα υποταγή του σε δήθεν άτροπες καταστάσεις, τύπου «αγάπα το κελλί σου» (ή π.χ. ο κατάδικος στο Life of Brian που εκθείαζε την ρωμαϊκή νομοθεσία, όντας ο ίδιος κρεμασμένος ανάποδα για ασήμαντο αδίκημα), που είναι -συν τοις άλλοις- και λίγο πουστλέ, εδώ που τα λέμε...

Το κερασάκι όμως είναι η επιθετικά διακείμενη έκφραση τετελεσμένου (terminality) γεγονότος, με περιεχόμενο όχι πάντα υπέρ του λέγοντος προσωπικά αλλά και για κρίση του περί άλλων πραγμάτων, το οποίον όχι μόνον δεν μπορεί να επιδέχεται εξήγηση, αλλ’ ούτε και αντιρρήσεις. Γιατί έτσι. Επειδή το λέω εγώ.
Συναφώς, γελάσαμε όλοι με την πατρινή κωλοπαιδίστικη φάρσα, που επαναλάμβανε κάθε τόσο την λέξη «τέλος!» (βλ. σχετ. και τέρμα / και τελείωσε η ιστορία / και τελειώνει εκεί / πέρας / λήξις / οριστικά και αμετάκλητα κλπ).
Όμοια, κάνουν σχετικά πρόσφατα κι οι Αγγλοσάξονες με εκφράσεις τύπου full stop / period / that’s all there is to it / we'll say no more about it κ.α.

Τέλος, η πρόσφατη γέννηση και χρήση της έκφρασης, σηματοδοτεί τον θρίαμβο της κατάργησης των επιχειρημάτων, που ακολούθησε το φαλιμέντο της εποχής των «Μεγάλων Αφηγήσεων». Η έκφραση είναι νεόκοπη, καγκουριάρικη και μαλακισμένη, πλήν υπαρκτότατη και συνεπώς, καταχωρίσιμη.

#16
Diona

aCxeth aporia dn varieCte n t grafete ola aytaa;; :/

#17
Galadriel

Ναι και καλούα τώρα δεν αντελήφθημεν ποιος πήγε και έκανε εγγραφή για να την πει στον χότζα.

#18
knasos

Έλα ρε Μες! Εχει χαρακτηριστική γραφή έφηβου κοριτσοπουλου. Δεν βλέπεις τα χαριτωμένα C αντί για s, την παιχνιδιάρα γραφή του αυταα, το σκέρτσο της υπερβολικής χρήσης σημείων στίξης και την ανέμελη φατσούλα στο τέλος; Σχεδόν αισθάνομαι την ακμή.

#19
iron

ο κνάσος μάλλον ξέρει καλύτερα, θέλω να ελπίζω, ως το μωρόμωρό του σάη.... κνάσο άσ' τα καμάκια και συ ντιόνα προσπέρνα τα δύσκολα γιατί μετά θα κολλήσεις και θα γράφεις και συ οθονιές και χαθήκαμε.

εμένα να σκέφτεστε που τα άκουσα κι από το τηλέφωνο όλ' αυτά, αχαχαχαχα ρε Χοτζ, αν μπορούσες εδώ μέσα να κάνεις και την καραμούζα θα τό είχες κάνει ρε πστ!

#20
johnblack

[mod]Αφαιρέθηκε απαράδεκτο ή ξεκρέμαστο σχόλιο.[/mod]

#21
iron

Ντιόνα, καλώς μας βρήκες... δεν πας μια βόλτα σε πιο ακίνδυνα λήμματα λέω γω;

#22
Galadriel

Johnblack εσένα εννοούσα ότι είσαι η ντιόνα, εφόσον είναι γνωστό ότι έψαχνες αφορμή - σόρυ που σε υποτίμησα και ξέχασα πόσο χμμμ μπορείς να γίνεις και με το κανονικό σου, πρόσεξε μη δαγκώσεις τη γλώσσα σου δε θέλουμε νεκρούς. Σόρυ και σε σένα ντιόνα έκανα λάθος, εσύ καλωσήρθες κι ας μπήκες για να την πεις στον χότζα. αχχ κνάσο πόσα ξέρεις αγόρι μου.

#23
iron

(οπότε, λέει, η Ντιόνα είναι ο Κνάσος)

#24
johnblack

Σε λίγο θα μου πεις πως είμαι και η Dana International

#25
Galadriel

Θέλεις... να σου το πω; :-/

#26
vikar

Χάν και Χότζας, νά 'στε καλά. Μ' έχει απασχολήσει κι' εμένα η φράση, ως φράση και ώς σημασία, και τη θεωρούσα αμερικάνικη --και ακόμα τη θεωρώ, τουλάχιστον όσο αφορά την προέλευσή της ως έχει στα ελληνικά: παλιότερα λέγαμε μόνο «γιατ' έτσι γουστάρω» ή απλά «γιατί έτσι», έχω την εντύπωση, και αυτές οι δυό εκφράσεις, ώς προς τις προεκτάσεις τους ανάλογα με όσα είπατε επάνω, απέχουν ριζικά απ' το λήμμα.

Άν εύρω χρόνο, θα πέσει και σοβαρό φίντμπακ.

#27
johnblack

Δυνατά παραδείγματα χρήσης απο fb, παραθέτω κείμενο ως έχει

O logos pou mixareis einai gt Mporeis...! Otan paizeis mousiki to kaneis xwris oria..! Apla k mono gt Mporeis..! To kanw 5 xronia astamatita Kai MPORW ..! se opoion den aresei den erxete Sta magazia pou paizw...!opote Mporeis na sindiaseis tiesto me blondie Kai whitesnake me black eyed peas opote thes..! Apla gt the god is a dj...!

#28
xalikoutis

Ενδιαφέρον έχει και το δε μπορείς/εί/είτε/ούν... με την έννοια που προσπαθώ να εξηγήσω παρακάτω:

Αναλογιστείτε τα εξής παραδείγματα:
- δε μπορείς ρε φίλε να με προσβάλλεις έτσι κατάμουτρα
- δε μπορείτε ρε γαμώτο να με παίρνετε 3 η ώρα τα ξημερώματα να με ρωτάτε μαλακίες
- δε μπορούν ρε αυτοί να με κάνουν εμένα να νιώθω τόσο σκατά ρε πούστη μου...

Τα παραπάνω μου φαίνονται αγγλιές, μεταφράσεις του you can't do that! και του υστερικόμορφου γιου καντ ντου δατ, γιου νόου, γιου τζαστ κεντ! Παρατηρείστε ότι δυνατότητα και δικαίωμα ταυτίζονται σε αυτήν την έκφραση. Νομίζω ότι αυτός που τη χρησιμοποιάει (αγριόφλωρος;) επικαλείται και επιθυμεί μια δικαιωματοκρατική νομιμότητα, και ίσως την πλήρη υπαγωγή της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στη τυπική νομιμότητα. Στην κατιμάς Ανατολή, όμως, συγγνώμη, δε μπορώ να το βοηθήσω, αλλά η έκφραση μου ακούγεται ως υποκατάστατο μπινελικίου, γιατί αυτός στον οποίο λες «δε μπορείς...» προφ μπορεί και γι΄αυτό το κάνει, οπότε αν εσύ θες να μην το κάνει, θα έπρεπε να περάσεις έξω από το πεδίο της (επίκλησης της) της νομιμότητας και των δικαιωμάτων, και να τον βρίσεις, να τον απειλείσεις ή χειρότερα. Αλλά ο χρήστης της φράσης αυτοπεριορίζεται, εκφράζει θυμό, αγανάκτηση, και όχι μάνητα.

Πιστεύω ότι αυτό το «δε μπορείς...» συναγωνίζεται πλέον το απρόσωπο ελληνικό «δε γίνεται....» και ίσως τείνει να το αντικαταστήσει. Αναλογιστείτε:

- δε γίνεται ρε φίλε να με προσβάλλεις έτσι κατάμουτρα
- δε γίνεται ρε γαμώτο να με παίρνετε 3 η ώρα τα ξημερώματα να με ρωτάτε μαλακίες
- δε γίνεται ρε αυτοί να με κάνουν εμένα να νιώθω τόσο σκατά ρε πούστη μου...

Χωρίς πλάκα, και αν και λιγάκι άσχετο, αναλογιστείτε τη διαφορά ανάμεσα στο:
-μα δε γίνεται μόνη, εγώ να κοιμάμαι, δε γίνεται....
-μα δε μπορώ μόνη, εγώ να κοιμάμαι, δε μπορώ....

Λοιπόν, για τη διαφορά των δυο, «δε μπορεις...» και «δε γίνεται...»:

Κατά πρώτο έχω επίγνωση ότι η γλωσσική πορεία τα τελευταία χρόνια ίσως να ήταν:
1.δε γίνεται (=είναι ανεπίτρεπτο, δεν έχεις τέτοιο δικαίωμα απέναντι σε κανέναν εδώ πέρα – η συνήθης έκφραση των τελευταίων δεκαετιών) → 2. δε μπορεί (=δε μπορεί να συμβαίνει κάτι τόσο ανεπίτρεπτο – περισσότερο πιθανολογικό παρά δικαιωματικό, και με αυτό το νόημα ακόμα εξυπηρετεί, αλλά πιθανόν και ένας ενδιάμεσος κρίκος για την εξέλιξη που μας ενδιαφέρει εδώ) → 3. δε μπορείς/είτε/εί/ούν (=δεν έχεις τέτοιο δικαίωμα απέναντί μου – η αγγλιά που βρίσκεται σε τροχιά ανόδου)

Κατά δεύτερο, και τα δυο επικαλούνται κάποια κανονιστική τάξη, κάποιο πλαίσιο συμπεριφοράς. Αλλά ενώ το μεν «δε μπορείς....» μετατρέπει την υπόθεση σε ζήτημα σχέσης του παραβάτη με το θύμα με μεσολαβητή το νόμο, στην περίπτωση του «δε γίνεται...» θεωρώ ότι απηχείται μια διασάλευση περισσότερο του κοινοτικού πλαισίου, και λιγότερο δικαιωματοκρατική. Το μεν έχει να κάνει με το τυπικό νομικό «επιφυλάσσομαι κάθε νομίμου δικαιώματός μου» ενώ το δε με το κάπως εθιμικό «το γάμησες ρε φίλε».

#29
Vrastaman

#30
HODJAS

Έστω Νόηση: Ξέρω οτι μπορώ.
Έστω Βούληση: Μπορώ γιατί θέλω.
Έστω Λόγος: Ανάβαση απο το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (γιατί μπορεί να γίνει κάτι => γιατί μπορώ εγώ να το κάνω).

Εντελώς χοντρικά, καίτοι κατά τα φαινόμενα έχουμε ένα μάτς βουλησιαρχίας – νοησιαρχίας, εν τούτοις οι θιασώτες της έκφρασης, είτε α) εμφορούνται ή β) κρύβονται πίσω απο συναισθηματικιστικές (emotionalismus) αντιλήψεις, που είναι απόρροια φυσικών ενδιαθέτων παρά θετικά λογικών αρχών, οι οποίες ως ψυχικά φαινόμενα αντιστοιχούν σε αυθυπόστατα αντικειμενικές σφαίρες των πραγμάτων, αξιών κλπ, πέρα και έξω απο την περιοχή της συνείδησης. Αν ισχύει το υπό α) να το συζητήσουμε.
Αν ισχύει το υπό β) όχι το ασφαλέστερο όχημα, για την αναζήτηση του τυπικού ή διαλεκτικού Λόγου.

Παράδειγμα:

Ο Ακινάτης, είχε πάρει πρέφα οτι η γκόμενα του Νίτσε τον γούσταρε.
Ο Νίτσε, την κρατούσε κλειδωμένη σπίτι με το έτσι θέλω.
Ο Χιούμ, μπούκαρε απ’ το παράθυρο, επειδή έτσι του την κάβλωσε.
Ο Τσάκ Νόρης ήταν ήδη εκεί και άναβε τσιγάρο...