Καπνά δευτέρας διαλογής. Τοπικός ιδιωματισμός από Δράμα, λέξη υπαρκτή μέχρι την δεκαετία του '60. Πιθανόν να μην απαντά πλέον.

Προφανώς από το λατινογενές ρήμα refuser.

Μακσούλι (;) λεγόταν τα καπνά πρώτης διαλογής.

Πολύ ρεφούζι είχε η σοδειά φέτος, και δε θα μας μείνει τίποτα στην τσέπη.

Βλ. και μαξούλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
deinosavros

Μαξούλι, από το αραβικής αρχής τουρκ. mahsul = σοδειά, συγκομιδή, καρπός, εμπόρευμα.
Κάπου πρέπει να το αναφέρει και η Δ. Σωτηρίου στα Ματωμένα Χώματα αν ενθυμούμαι καλώς.

#2
jesus

θξ. καλά θυμότανε ο φάδερ λοιπόν.

#3
Vrastaman

Βλ. κι εδώ.

#4
deinosavros

@ Ιησούς : ο Φάδερ Σου έχει πάντα δίκιο και να Τον ακούς, γιατί αλλιώς εμείς θα την πληρώσουμε πάλι. Κανόνισε την πορεία Σου...

#5
soulto

Συνώνυμο του ρεφουζιού η σαράπα;

Η καλή ποιότητα ήταν το «μαξούλι» και τα άλλα η «σαράπα»

Πηγή

#6
jesus

θα το δώσω εργασία για το σπίτι κ επανέρχομαι. ενδιαφέρον φαίνεται.

#7
donmhtsos

Πάντως sarap στὰ τούρκικα θὰ πεῖ κρασὶ καὶ sarabi τὸ χρῶμα τοῦ κόκκινου κρασιοῦ (wine red) ἐδῶ (μπορντοροδοκοκκινοκανελοκοραλὶ Μοιραρακιστὶ).

#8
donmhtsos

Ἡ σωστὴ γραφὴ εἶναι şarap καὶ şarabi, ἀντιστοίχως μὲ τὸ παχὺ ş (αὐτὸ μὲ τὸ τσουτσουνάκι ἀπὸ κάτω). Προφέρεται ὅπως τὸ ἀγγλικὸ sh. Τώρα ὅσον ἀφορᾶ στὴν οὐσία τοῦ θέματος εἰκάζω (χωρὶς νὰ ἔχω καμιὰ σχὲση μὲ τὰ καπνὰ, πλὴν αὐτῆς τοῦ παλιοῦ καπνιστῆ) ὅτι τὰ κατωτέρας ποιότητος καπνὰ εἶναι πιὸ σκουρόχρωμα (πρὸς τὸ χρῶμα τοῦ κρασιοῦ ἴσως;), εξ οὗ καὶ ἡ ὀνομασία. Ὅποιος τυχὸν γνωρίζει ἄς μᾶς βοηθήσει.

#9
vikar

Θυμηθείτε και τον ορισμό του βάνια σχετικά.

#10
vikar

(λάθος, όχι του βάνια, του βασάν)