Στη συνδικαλιστική αργκό, είναι η μορφή αγώνα που συνίσταται στη βίαιη, θορυβώδη είσοδο συνδικαλιστών μέσα στο γραφείο του Γενικού Διευθυντή, αρμόδιου Υπουργού ή άλλου κυβερνητικού αξιωματούχου. Μπούκες κάνουν κατά καιρούς οι οπαδοί στον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου και οι φοιτητές στα γραφεία των Πρυτάνεων και των προέδρων των Σχολών, οπότε παίζει και χτίσιμο της πόρτας του γραφείου.

Φαινομενικός σκοπός της μπούκας είναι η διατράνωση της αντίθεσης στα σχέδια ξεπουλήματος του δημόσιου αγαθού (της υγείας, της παιδείας, της ηλεκτρικής ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών κ.α. πολλά), αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα παιχνίδι εντυπώσεων στα πλαίσια της εξασφάλισης ανταλλαγμάτων που όταν παρασχεθούν, μπουκώνουν τους μπουκαδόρους και τους κάνουν να το γυρίζουν τρελίτσα.

Πιθανώς να ετυμολογείται από το ιταλ. bocca = στόμα (π.χ. nella bocca del' luppo = στο στόμα του λύκου), απ΄όπου προέρχεται και η μπουκιά (βλωμός, ελληνιστί).

  1. Θα κατεβούμε σε όσες πορείες και μπούκες χρειαστεί, προκειμένου να εμποδίσουμε τις αντεργατικές εξαγγελίες της Κυβέρνησης.

  2. Ενώ ήταν μαζί μας σε όλους τους αγώνες και τις μπούκες, τώρα που εκλέχτηκε Νομαρχιακός Σύμβουλος κάνει πως δεν μας ξέρει.

  3. Τρεις αγωνιστικές αποκλεισμός της έδρας του Πυρσού Γρεβενών η ποινή για τη μπούκα των οπαδών του στον αγώνα με τον Καμβουνιακό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
electron

άσχετο :
«in bocca al luppo» σημαίνει καλή τύχη στα ιταλικά. Λεπτομερειες από τον Χότζα

#2
MXΣ

Σχετικό από Τριαντάφυλλος:

μπουκάρω: μπαίνω ξαφνικά ή ορμητικά κάπου, συνήθ. προκαλώντας κάποια ανωμαλία: Από [μσν. μπουκάρω < βεν. imbocar(e) `ξεχύνομαι΄ (για ποτάμι στη θάλασσα) -ω (αποβ. του αρχικού άτ. φων., [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]

αλλά και:

μπούκα: 1. το στόμιο, ιδίως του πυροβόλου όπλου. ΦΡ έχω κπ. στην ~ (του κανονιού), τον εχθρεύομαι ή τον κατατρέχω. || (παρωχ.) η είσοδος: H ~ του λιμανιού. 2. (σπάν.) η μπουκιά. [ιταλ. (διαλεκτ.) & βεν. buca στενό άνοιγμα, στόμιο καναλιού΄ &amp; βεν. bocaστόμα, στόμιο πυροβόλου΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]

#3
GATZMAN

Και η μπουκαπόρτα

#4
MXΣ

Τώρα που σχολιάσαμε, ο ένας μετά τον άλλον, ποιός τον ακούει τον παπάρα! Ρε, μιλημένοι είμασταν;