Λαχανεύω, κλέβω δηλαδή μπροστά στα μάτια κάποιου, χωρίς να με πάρει είδηση.
- Και μετά, και μετά...;
- Να όπως την χαμουρεύω, με το ένα χέρι της τζουρνεύω το πορτοφόλι.... διακόσια ευρώ της λαχάνεψα...
Λαχανεύω, κλέβω δηλαδή μπροστά στα μάτια κάποιου, χωρίς να με πάρει είδηση.
- Και μετά, και μετά...;
- Να όπως την χαμουρεύω, με το ένα χέρι της τζουρνεύω το πορτοφόλι.... διακόσια ευρώ της λαχάνεψα...
βλ. και πράσο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
2 σχόλια
Barcelonian
Το λένε και σαβουρώνω
poniroskylo
Από το čor = κλέφτης στα ρομανί. Έχει περάσει και στα καλιαρντά. Δες και το λήμμα μπουτ.