Κάποιος που βρίσκεται συνεχώς γύρω από κάποιον μεγαλουσιάνο και προσπαθεί ν' ανταποκρίνεται ή και να προβλέπει και να ικανοποιεί όλες τους τις επιθυμίες και τις παραξενιές με τρόπο δουλικό.

Λέξη γαλλική: laquais. Σήμερα μπορεί ν' ακούγεται περισσότερο η αντίστοιχη αγγλική butler.

Στα γαλλικά και τα ελληνικά σήμερα είναι μειωτική έκφραση. Στα αγγλικά (αλλά στην Αγγλία) σημαίνει απλώς το αντίστοιχο επάγγελμα. Είναι αυτός που φροντίζει κάποιον τη στιγμή που βγαίνει από το σπίτι του, αν είναι καλά δεμένη η γραβάτα ή στρωμένος ο γιακάς του παλτό.

Μην τρέχεις πίσω του έτσι... λακές κατάντησες καημένε!

Δες και το λήμμα υπότσουρος.

(από Vrastaman, 24/05/11)Τacquey-Macquey-Manolacquey ... είμαι και πολύ quamacquey!  (από HODJAS, 24/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στο ξύλινο λεξιλόγιο της παραδοσιακής αριστεράς (πχ. «οι λακέδες των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων»), και στα πλαίσια αυτά ίσως και να θεωρηθεί σλανγκ. Από μόνη της όμως, μου φαίνεται απόλυτα δόκιμη (= μη σλανγκ) λέξη.

#2
HODJAS

In a general sense, lacquer is a clear or coloured varnish that dries by solvent evaporation and often a curing process as well that produces a hard, durable finish, in any sheen level from ultra matte to high gloss and that can be further polished as required.

The term lacquer originates from the Portuguese word for lac, a type of resin excreted from certain insects.[1] Regardless, in modern usage, lac-based varnishes are referred to as shellac, while lacquer refers to other polymers dissolved in volatile organic compounds (VOCs), such as nitrocellulose, and later acrylic compounds dissolved in lacquer thinner, a mixture of several solvents typically containing butyl acetate and xylene or toluene.

The French word lacre «a kind of sealing wax», from Portuguese lacre, unexplained variant of lacca «resinous substance», from Arabic lakk, from Persian lak, the verb lac meaning «to cover or coat with laqueur».

The root of the word is the Sanskrit word laksha (लक्ष) meaning «one hundred thousand», which was used for both the Lac insect (because of their enormous number) and the scarlet resinous secretion it produces that was used as lacquer in ancient India and neighboring areas. Lac resin was once imported in sizable quantity into Europe from India along with Eastern woods.The modern Hindi-Urdu word lakh (लाख, لاکھ), meaning «hundred thousand,» is also derived from the same Sanskrit root-word.

Περαιτέρω:

Αγγλ. lackey ή lacquey < (Medieval French) laquais = πεζικάριος, ιπποκόμος, υπηρέτης < τουρκ. ulak = αγγελιαφόρος.

και:

Butler όχι bat(t)ler < (Middle English) boteler< (Old French) bouteleur = ποτηρο/μπουκαλο-κουβαλητής < bouteille < (Middle Latin) butticula.

But me no buts about it...

(Susanna Centlivre «The Busybody» 1709)

#3
Vrastaman

Η δε κρίκος μεταξύ ulak και laquais ήταν το Μεσαιωνικό ουλάκης.

#4
iron

εγώ το λακές το χρησιμοποιώ όταν θέλω να υποτιμήσω κάποιον που με καλοπιάνει: «ίσα ρε παλιολακέ» ή «μου έχει γίνει τσιμπούρι ο μαλάκας ο λακές ο Γιάννης».

#5
PUNKELISD

«Λακές» όπως «τακές»;

#6
HODJAS

Είναι που λέει:
[I][...]Ζαμπάν-αγά σ' ένα τακέ, ψάχνεις του κόσμου το λακέ, για να τον καθαρίσεις [...][/I]