Το πρόθεμα ψιλο- τίθεται μπροστά από επίθετα, ρήματα και επιρρήματα, για να μετριάσει το βαθμό, την έκταση ή τη σημασία του δεύτερου συνθετικού που ακολουθεί. Χρησιμοποιείται πολύ από τη νεολαία, και οδηγεί πολύ συχνά σε λέξεις εντελώς παρδαλές.

  1. — Πώς σου φαίνεται το κινητό μου;
    — Ψιλοΐδιο με το δικό μου είναι.
  1. — Από δω ο αδερφός μου...
    — Ψιλομοιάζετε!
  1. Όταν το στροφόμετρο δείχνει πάνω από 3.000 στροφές, η κατανάλωση καυσίμου αυξάνει ψιλοδραματικά.

Μεταξύ άλλων "χοντρή-ψιλοκατάσταση" (από HODJAS, 09/06/11)

βλ. γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Ωραίος, σωστός!

Για να το βγάλω όμως τελείως απ' το πρόχειρο, ανέβασε μία και το χοντρο-, έ αλίβ;... :-Ρ (ειδική μνεία θέλει και ο συνδυασμός, ψιλοχοντρο-)

#2
jesus

σωστότατος. να προσθέσω ότι πλείστες φορές σημαίνει ακριβώς το αντίθετο του ψιλο-, όπως φαίνεται κ από το 1ο παράδειγμα.

#3
Vrastaman

Για λόγους αστεϊσμού, μπορεί να αντικαθίσταται με ψωλό-

#4
patsis

Λέγεται και μόνο του, ως επίρρημα:

[I]- Ωπ, βρήκα κι άλλο φλασάκι. Να σου περάσω και placebo, γουστάρεις;
- Ψιλό. Ό,τι έχεις βάλε και θα τα ξεσκαρτάρω κάποια στιγμή.[/I]

Είναι γενικά ιδιαιτέρως εύχρηστο.

#5
vikar

Σωστός. Μάλιστα, σαφώς πιό συχνά απ' το επιρρηματικό χοντρό, απ' όσο ακούω, το οποίο μάλλον οφείλεται στο ήδη καθιερωμένο ψιλό.