Όρος που χρησιμοποιείται από γιατρούς με περίεργη αίσθηση του χιούμορ για να περιγράψουν κάτι που μοιάζει με την παλιαρρώστια, αλλά τελικά δεν είναι. Παράγωγο είναι το χαρχινιάρης.

- Κυρία μου δεν ξέρω πως να σας τι πω... Ο σύζυγός σας έχει χαρχίνο. Θα χρειαστεί να ξεκινήσουμε άμεσα χαρχινοθεραπεία.
- ;;;

Χαρχινός, το χαρχίνωμα των βραχακίων. (από Vrastaman, 17/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

Υπάρχει γιατρός που είπε αυτό του παραδείγματος; αχαχα

#2
allivegp

Σαν το χαρχαρίας αντί του καρχαρία, δηλαδή.

#3
GATZMAN

#4
Μιτζνούρ

Μια ζωή, μια ζωή, μα δεν τ' άκοσα, μωρό μουυουουουου!

#5
Μιτζνούρ

Βράστα mydian... ωραίος ἐχῖνος ἀλλ' οὐ καρκῖνος

#6
HODJAS

Η εναλλαγή οδοντικών (τ-δ-θ), ουρανικών (κ-γ-χ), υγρών (λ-ρ) και ρινικών (μ-ν) συμφώνων, είναι φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλές γλώσσες και γίνεται είτε για λόγους ευφωνίας είτε φωνητικής απο ξεχασμένα τοπικά ιδιώματα.

Π.χ. Θα έλ****θεις-Θα' ρθεις-θα' ρ****τεις
Θύρ (ελ.) -Tür (γερμ.)-Door (αγγλ.)
Θέρτυ (αγγλ.)-Tτάρρτ'ε (ιρλ.)
Tεθειμένος-αντί θεθειμένος
Κλάμπ-χλάμπ-χλώμπ (ΒΔ Αγγλία)
αδελφός-αδερφός
σάλτα-σάρτα (Ν. Ισπανία)
σολτάντο-σουρτάν'τ (Ν. Ιταλία)
τσέκ-τσέχ (Λίβερπουλ)
Λέηκ-Λέεκ-Λόκ-Λόχ (Σκωτία)
κολιόνε-γουλιόν[ε] (Ν. Ιταλία)
μάμα-νάνα (αγγλ.)

κ.α. (βλ. Χαρχούδας)

Κάπως λέγεται αυτό στη Γλωσσολογία, anyone to enlighten my negro ass;

#7
MXΣ

Και για να μείνουμε στα ιατρικα:
χλαπάτσα - κλαπάτσα

#8
Khan

Η τροπή του καρκίνος σε χαρχίνος λέγεται δάσυνση, νομίζω.

#9
jesus

όπως κ η πρώτη φορά που χέζεις στο δάσος

#10
jesus

«μετά από τη δάσυνση, ο γιωργάκης σταμάτησε να πίνει το γάλα του, και ξεκίνησε τις μπύρες»

#11
dk636

Απλά το χαρχίνος ακούγεται πιο αστείο από το καρκίνος. Φανταστείτε να το έλεγαν πχ. γκαργκίνο...

#12
Galadriel

αχαχαχ μήδι

#13
PUNKELISD

Το «παλιαρρώστια» είναι σλάνγκ.

#14
Khan

Χότζα, άκυρο, η δάσυνση αναφέρεται σε αυτό που συνέβαινε σε αρχαιότερες φάσεις της γλώσσας μας όταν σε μια σύνθετη λέξη το β΄ συστατικό άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν, οπότε τα -π, -κ, -τ, με τα οποία τέλειωνε το α΄ συστατικό (συνήθως ύστερα από αποκοπή) τρέπονταν αντιστοίχως σε -φ, -χ, -θ.
Λ.χ. κατά + εἱρκτή = κάθειρξη.
ἀπὸ + ὁμοίωσις = ἀφομοίωσις.

Το συχνότατο φαινόμενο που περιγράφεις δεν έχω βρει πώς το λένε, πάντως άμα δεν το βρει κανείς, προτείνω να το ονομάσουμε γονιδίωση προς τιμήν του Σταμάτη Γονίδη που τραγουδάει λ.χ. «Γιατί χλαις, που χωρίσαμε εσύ για όλα φθαίς, ναι ε ε, χλαις, οι πληγές μου είναι ακόμα ανοιχθές».

Σημειωτέον ότι η δάσυνση έχει δώσει αφορμή για πολλές υπερδιορθώσεις, λ.χ. νομίζω ότι το εφέτος ίσως είναι λάθος δάσυνση (;). Δεν είμαι και σίγουρος.

#15
HODJAS

Άκου γονιδίωση!!!
:-)