Τρώω.

Απλή ελληνικοποίηση του εβραϊκού «αχάλ», τρώω. Δεν είναι βέβαια «πολύ slang» αλλά το ανέβασα παρακινημένος από το «αβέλω αχαλία» = κάνω δίαιτα, από το λήμμα Καλιαρντά του Paparas. Δεν μπορώ να πω αν σχετίζεται, απλώς το δίνω. Δεν είναι καν συχνό. Το συνηθίζανε παλιά οι γριές μας.

Έλα μέσα να αχλάρεις, παιδί μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία