Η Γυναίκα μεταξύ μιλφ και τζιλφ που βάφεται έντονα και συνήθως είναι και νυμφομανής. Η μούρη της έχει σπάσει σαν ασιδέρωτη λινάτσα και της αρέσει το φρέσκο κρέας.

-Καλά Τάκη η μαντάμ απέναντι έχει ξεκωλωθεί να κοιτάζει...
-Ποια ρε; Ουυυυυ άντε μωρή Γρετζώρα. Ουστ.

(από sar12345, 26/08/11)

Σχετικά: γρέτζω, γριέντζω, τζατζόγρια, γιαγιά, γρίντζελο, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, πουρογκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

Τα Γάματα είναι σκοπίμως όλα κεφαλαία, υπονοούμενο κιέτσ';

#2
sar12345

έτσι έτσι...

#3
Vrastaman

Τι μύδι! I shink I yam in luv!

#4
vikar

Αυτό ειναι προφανώς επιτατικό του γρέντζω («γριά»), έτσι;

#5
sar12345

Σωστόν!