Μακρόσυρτο, γκρινιάρικο καντήλι που συνοδεύεται από την χαρακτηριστική γκριμάτσα ''στραβωμένο-στόμα-λίγο-πριν-το-εγκεφαλικό'' (ούτως ώστε να βγαίνει το ''αααα'' πιο παχύ και πιο δραματικό).

(Ετυμολογία: α στο διάολο=> ασταδιάλο => ασσστεεάααλο)

- Γυναίκα; Πιάσε ένα μπυρόνι να πιούμε!
- Αχ, ρε Κώστα μου, τελείωσαν οι μπύρες από χθες και ξέχασα να πάω στο σούπερ-μάρκετ..
- Μα τίποτα να μην υπάρχει σε αυτό το σπίτι; Αηδία καταντήσαμε. Ασστεεάααλο πια...

βλ. και ασταδιάλα, ασταδγιάλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία