Ο Ιησούς Χριστός στα καλιαρντά.

Βρήκα την λέξη στον Ηλία Πετρόπουλο. Το γκοντο- , που προέρχεται πιθανώς από το αγγλικό god είναι σύνηθες α' συστατικό λέξεων των καλιαρντών και σημαίνει κάτι το θεϊκό, ή ο,τιδήποτε έχει σχέση με τον Θεό και την θρησκεία (λ.χ. γκοντοδούλα= ο άγγελος, γκοντοζητιανεύω= προσεύχομαι, γκοντοζητιανιάρα= η θεούσα). Τεκνό είναι το γνωστό μας τεκνό, εν προκειμένω ο παις Κυρίου, είτε ο ξανθομάλλης γαλανομάτης αμερικλάνος τζήζας, είτε ο γλυκύς και μελαγχολικός πλην ναζωραίος (φραγκο-)Ίνρι.

Σε κάθε περίπτωση οι εκφέροντες την σλανγκιάν ταύτην ευλαβείς καλιαρντοί διήγαν τον μάταιον τούτο βίον περιμένοντας το γκοντότεκνο.

- Γκοντοζητιανεύει στο γκοντότεκνό η γκοντοζητιανιάρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Υ.Γ. Ζητώ συγγνώμη για το τεχνητό παράδειγμα δικής μου έμπνευσης, το έβαλα μόνο για να μην μείνει κενό το κουτάκι.

#2
MXΣ

Τζούς καλιαρντό γκουγκού!

#3
Cunning Linguist

Γκοντότεκνο είναι, ο τόνος εκεί!

#4
Vrastaman

Οι γκοντόφθαλμοι πιστοί περιμένουν τον Γκοντό.

#5
aias.ath

Μὲ ἐρεθίσατε τώρα, ἀφοῦ, καὶ θὰ ὑποστῆτε τὶς συνέπειες, πρὸς ἐπίτευξιν πληρότητος. Λοιπόν, ἀρχίδω:
Γκοντορελιά=ἄνεμος, ἐκ τοῦ ρέλω=πέρδομαι, κλάνω· ποδρὴ θεοῦ. Σύνθετο μὲ τὸ ἀπρόσωπον ἀβέλει σημαίνει φυσάει, ἔχει ἄνεμο.
Γκοντάχαλη=νηστεία, ἐκ τοῦ χάλω=τρώγω, μὲ στερητικὸ α. Ἄχαλη=πεῖνα, ἀφαγία.
Γκονταφιόνα=θρησκεία, ἐκ τοῦ κοινοῦ τουρκογενοῦς ἀφιόνι=ὄπιο.
Γκονταφιονίζω=προσηλυτίζω.
Γκοντοκόντρα=κόλασι, καὶ γκοντοκοντράρω=κολάζω, μὲ τὴν ἔννοια ὑποβάλλω εἰς πειρασμόν, ὄχι τιμωρῶ.
Γκοντοδιακόνα=προσευχή.
Γκοντοπροφεσόρος=θεολόγος καθηγητής. Γιὰ τὸν μή καθηγητὴ θεολόγο δὲν ξέρω λέξι.
Γκοντοπρεζάντα=τὰ Θεοφάνεια.

Ὀφείλω νὰ σημειώσω ὅτι τὴ λέξι Γκόντος ἔχω ἀκούσει μιὰ-δυὸ φορές, τὸ Γκοντότεκνο ποτέ, ἐνῷ τὰ ὑπόλοιπα σύνθετα εἶναι ἀπὸ ἀρκετὰ ἔως πολὺ εὔχρηστα.

#6
Khan

!!!

#7
Cunning Linguist

Αίαντα σε είχαμε χάσει και δεν πρέπει!!

#8
Galadriel

Ε, ναι, κοίτα ποιος μιλάει.

#9
Khan

#10
Khan

Γκοντότεκνο- τσιπρότεκνο

#11
Khan