1. κλειστό και ψηλό παπούτσι που καλύπτει το πόδι αρκετά πάνω από τον αστράγαλο

  2. (μουσική) μεγάλο τύμπανο το οποίο δονείται με τη χρήση ειδικού εργαλείου ποδός (πετάλι)

  3. (γυναίκα) Η άσχημη γυναίκα, η χοντρή, η ηλίθια. Ο άντρας που πηγαίνει με μπότες τσαγκάρης.

  1. Καλά, αγόρασα κάτι καινούργιες μπότες, τέλειες.

  2. Καλά μιλάμε ο ντράμερ βαράει την μπότα σαν τρελαμένος.

  3. Πού πας έτσι μωρή μποτάρα....

(από Vrastaman, 27/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Μπράβο gallaki, ωραία λήμματα. Keep 'em coming!

#2
Vrastaman

Εξαιρετίκ!

#3
iron

τα είχαμενε ρε γμτ ... μπότα