Βλαμμένος, ηλίθιος, στόκος, βλάκας, μαλάκας και λοιπά καλολογικά.

Για αγγλικά αντίστοιχα του όρου, δες εδώ.

  1. οι χίτες ήταν συνεργάτες των γερμανών ρε βλαμάδι!

  2. ένα ανώριμο βλαμάδι είναι που δεν ξέρει να γράφει ουτε ελληνικά και έχει μεγαλώσει με τα σάλια των δικών του.

(από το νέτι)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε