Την πούτσισα: Την έβαψα. Έκανα μαλακία και ετοιμάζομαι να την πληρώσω.
Παρασπόνδησα και πρόκειται να λάβω τα επίχειρα των πράξεών μου.

- Όχι ρε πστ, την πούτσισα! Ξέχασα τα κλειδιά του σπιτιού στο γραφείο.

- Έτσι και σε ξαναπιάσω να χώνεις το δάκτυλο στη μαρμελάδα, την πούτσισες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία